Λογοτεχνία, Διασποροποίηση και Συνοροχώρες: Η Περίπτωση της Ελληνικής Λογοτεχνίας της Μετοικεσίας στο Γαλλόφωνο Χώρο του 20ου Αιώνα
Ολυμπία Γ. Αντωνιάδου
H παρούσα μελέτη μας έχει σκοπό να μελετήσει, κατά κύριο λόγο την πρόσληψη και την κατανόηση του ρόλου που καλούνται να διαδραματίσουν όσοι από τους Έλληνες συγγραφείς που βίωσαν την εμπειρία της μετοικεσίας προβάλλουν μία διεθνική, εθνοτική ή διασπορική ταυτότητα, σε έναν χώρο όπου συνυπάρχουν ταυτόχρονα, οι έννοιες διεθνικός, διασπορικός και εθνοτικός. Ένα ζήτημα το οποίο εμπεριέχεται, σε αυτή την εμπειρία της διασποράς και τις συνέπειες που αυτή επιφέρει στη διαδικασία της αποσταθεροποίησης, της αναδιαμόρφωσης, του υβριδισμού και του «μαστορέματος»– τη διαδικασία, εν ολίγοις, της πολιτισμικής διασποροποίησης που υπονοείται από τη νέα πολιτική της αναπαράστασης [1] είναι η σχέση αυτή της πολιτισμικής πολιτικής με το παρελθόν, με τις διαφορετικές της «ρίζες». Αυτή η σχέση δεν είναι παρά το αποτέλεσμα μιας περίπλοκης διαμεσολάβησης και μεταμόρφωσης μέσω της μνήμης, της φαντασίωσης και της επιθυμίας ή μιας διακειμενικής σχέσης, διαμεσολαβημένης μέσω πληθώρας άλλων «κειμένων». [2]
Στον κονιορτοποιημένο χώρο της μετανεωτερικότητας, που ο Jameson ονόμασε «μεταμοντέρνο υπερχώρο» [3] ο χώρος δεν έχει χάσει τη σημασία του: έχει επανατοποθετηθεί σε επικράτειες που δεν συμβαδίζουν με την εμπειρία του χώρου: [4] όπου το «εδώ» και το «εκεί». [5] Γίνεται πιο ορατό το πώς οι φαντασιακές κοινότητες [6] έρχονται να συνδεθούν με φαντασιακούς τόπους, καθώς οι εκτοπισμένοι λαοί συσπειρώνονται γύρω από αναμνήσεις ή φαντασιώσεις πατρίδων, τόπων ή κοινοτήτων σε έναν κόσμο που μοιάζει όλο και περισσότερο να αρνείται τέτοιες στενά εδαφοποιημένες αγκυλώσεις στην επικαιρικότητά τους. [7] Οι συνοροχώρες είναι ακριβώς ένα τέτοιο μέρος ασύμμετρων αντιθέσεων. Ο όρος δεν παραπέμπει σε μία δεδομένη τοπογραφική περιοχή ανάμεσα σε δύο άλλες δεδομένες τοπικότητες (έθνη, κοινωνίες, κουλτούρες), αλλά σε μία ενδιάμεση ζώνη εκτοπισμού και απεδαφοποίησης που σχηματίζει την ταυτότητα του υβριδικού υποκειμένου. [8] Αντί να τις απορρίψουμε ως ασήμαντες, περιθωριακές ζώνες, λεπτές φέτες γης ανάμεσα σε σταθερούς τόπους, υποστηρίζουμε πως η έννοια των συνοροχωρών είναι πιο κατάλληλη έννοια για τον «κανονικό» τόπο του μετανεωτερικου υποκείμενου. [9]
Η ιστορία, ως προσδιοριστικό στοιχείο, μας βοηθά να τοποθετήσουμε το φαινόμενο της μεταναστευτικής λογοτεχνίας στο πλαίσιο των κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών μιας εποχής που είναι αυτές της μετανάστευσης με όλα τα συνεπακόλουθά της. Σκοπός της μελέτης της μεταναστευτικής λογοτεχνίας είναι να διερευνήσει επιπλέον πως αναπαρίσταται ή εγγράφεται κειμενικά η εθνική ιστορία, καθώς και πώς δρομολογείται η καταξίωση και απόκτηση κοινωνικής ισχύος του αφηγηματικού υποκειμένου σε αυτοβιογραφικά μεταναστευτικά και εθνοτικά κείμενα μέσω της αναπαράστασης της εθνικής Ιστορίας. [10] «Η ιστορική διάσταση είναι ένα εργαλείο κοινωνικού προσδιορισμού της λογοτεχνίας της διασποράς τόσο σε σχέση με τη χώρα καταγωγής του δημιουργού, όσο και σε σχέση με τη χώρα υποδοχής του, τη νέα του πατρίδα». [11]
Ωστόσο, η διακριτότητα των κοινωνιών, εθνών και κουλτούρων βασίζεται πάνω σε μια ιδιαίτερα απροβλημάτιστη διαίρεση του χώρου και στο υποτιθέμενο γεγονός ότι καταλαμβάνουν ασυνεχείς γεωγραφικούς χώρους. Αυτός ο δεδομένος ισομορφισμός του χώρου, του τόπου και της κουλτούρας οδηγεί σε συγκεκριμένα προβλήματα. Αρχικά, υπάρχει το ζήτημα εκείνων που κατοικούν στα σύνορα, «αυτή τη στενή λωρίδα κατά μήκος των απότομων ορίων» [12] των εθνικών συνόρων. Η μυθοπλασία των κουλτούρων ως διακριτών, ομοιαζόντων με αντικείμενα, φαινομένων που καταλαμβάνουν διακριτούς χώρους, γίνεται παράλογη γι’ αυτούς που κατοικούν σε συνοριακές περιοχές. [13] Στην περίπτωση της μεταναστευτικής λογοτεχνίας, υπάρχουν συγγραφείς που κατόρθωσαν
να μετουσιώσουν το εθνοτικό στοιχείο σε κάτι το υπερεθνικό – πανανθρώπινο. Σε κοινωνίες άλλωστε πολυπολιτισμικές, όπως είναι σήμερα σιγά-σιγά οι περισσότερες κοινωνίες, το εθνοτικό στοιχείο είναι αξεπέραστο. Η έννοια του εθνοτικού στοιχείου εδώ παραπέμπει φυσικά στις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες που είναι σήμερα διακριτές στις περισσότερες κοινωνίες, καθώς η αφομοιωτική λαίλαπα δεν πέτυχε την ισοπέδωσή τους. [14]
Ο Μιχάλης Δαμανάκης, υιοθετώντας αλλά και διαφοροποιώντας συγχρόνως τον ορισμό του Hettlage, [15] ορίζει την έννοια της διασποράς ως το γεωγραφικό διασκορπισμό εθνοτικών ομάδων, οι οποίες αποκομμένες, αλλά όχι οπωσδήποτε και αποξενωμένες, από την ομάδα προέλευσης/ αναφοράς τους, ή τον εθνικό κορμό, ζουν ως εθνοτικές ομάδες ή μειονότητες στα πλαίσια μια πολιτισμικά διαφορετικής κοινωνίας, κινούνται μεταξύ δύο ομάδων αναφοράς και μεταξύ δύο πολιτισμικών συστημάτων και ως εκ τούτου διαμορφώνουν κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες την ταυτότητά τους. Από τον παραπάνω ορισμό προκύπτει ότι το άτομο κινείται μεταξύ ενός τρίπολου : χώρα/ κοινωνία προέλευσης – εθνοτική ομάδα / παροικία – χώρα/ κοινωνία διαμονής. [16] Προβληματιζόμενος για τις διαφορές μεταξύ εθνοτικού και διασπορικού, ο Tölöyan επισημαίνει : «Ιδανικά, θα ήταν προτιμότερο να μιλάμε για άτομα και κοινότητες που συμπεριφέρονται ως εθνοτικοί σε ορισμένα επίπεδα και ως διασπορικοί σε άλλα και, κυρίως που εναλλάσσουν αυτά τα επίπεδα· η κινητικότητα είναι και εσωτερικό και εξωτερικό γνώρισμα της σύγχρονης εθνοδιασποράς». [17]
Καθώς ο ελληνισμός αρχίζει ξανά να ανακαλύπτει τα πολλά κέντρα του, γίνεται αντιληπτό ότι η ελληνική λογοτεχνία της μετοικεσίας, διατηρώντας ψήγματα και εμφανείς επιρροές των παραδοσιακών ελληνικών λογοτεχνικών κειμένων, υπερβαίνει την απλή αναπαράσταση της μεταναστευτικής εμπειρίας, ενώ ταυτόχρονα πραγματεύεται τον ανθρώπινο ψυχισμό σε κομβικές στιγμές, αναδεικνύοντας αυθεντικές καταστάσεις του ατόμου. «Το θέμα τώρα δεν είναι το παραδοσιακό (και συχνά μυθοπλαστικό) εκείνο της ξενιτιάς, [...] αλλά περισσότερο η σύγχρονη ιδέα της διασποράς, και πιο συγκεκριμένα ενός μεταιχμιακού ελληνισμού που δεν εδράζεται σ’ένα ξεκάθαρο μέσα ή έξω αλλά βιώνει διαρκώς μια αμφίθυμη οικουμενικότητα η οποία ασφυκτιά μέσα στη συμβατικότητα των συνόρων». [18]
Η ελληνική μεταναστευτική λογοτεχνία του γαλλόφωνου χώρου περικλείει μέρος της ελληνικής γαλλόφωνης λογοτεχνικής παραγωγής, [19] οι ρίζες της οποίας χρονολογούνται πριν από την επανάσταση του 1821, και η οποία ενισχύθηκε με την μικρασιατική καταστροφή, τους δυο παγκόσμιους πολέμους και τη Χούντα. Έλληνες συγγραφείς οι οποίοι έγραψαν λογοτεχνία της μετοικεσίας, δεν περιορίζονται στην μητροπολιτική Γαλλία. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Άρη Φακίνο, Βασίλη Βασιλικό, Βασίλη Αλεξάκη, Μιμίκα Κρανάκη, Μαργαρίτα Λυμπεράκη, Κλεμάν Λεπίδη, Λύσανδρος Πράσινος, Ζιζέλ Πρασσινός, (Γαλλία), Παν Μπουγιούκα (Κεμπέκ), Μαριάννα Κατζαρά (Τυνησία), Georges Haldas, Αλμπέρ Κοέν και Νικολά Βερντάν (Ελβετία). [20] Οι συγγραφείς αυτοί, μετανάστες πρώτης ή δεύτερης γενιάς, δίγλωσσοι ή τρίγλωσσοι, μέλη μιας πολυπολιτισμικής ή καλύτερα, διαπολιτισμικής κοινωνίας, [21] θα μπορούσαν πλέον να χαρακτηριστούν, από πολιτισμική σκοπιά, ως «υβριδικά» υποκείμενα [22] αφού ανήκουν σε έναν κόσμο όπου αντινομίες όπως «χώρα προέλευσης–χώρα υποδοχής», «μετανάστες και μη μετανάστες», «πατρίδα-ξενιτιά». Σύμφωνα με τον Stuart Hall,
αγωνίζονται στο περιθώριο της νεωτερικότητας, αλλά ουσιαστικά βρίσκονται στην εμπροσθοφυλακή αυτού που μέλλεται να γίνει η αληθινά αντιπροσωπευτική «όψιμη νεότερη» εμπειρία. Διατηρούν ισχυρή ταύτιση με τον τόπο καταγωγής τους, αλλά δεν έχουν ψευδαισθήσεις ότι υπάρχει τρόπος να επιστρέψουν στο παρελθόν. Ο χώρος καταγωγής τους θα έχει αλλάξει. Δεν πρόκειται ποτέ να κατορθώσουν την πλήρη σύνθεση των πολιτισμών με την παλαιά έννοια του όρου, επειδή είναι παιδιά τόσων πολλών και διαφορετικών πολιτισμών και ιστορικών στιγμών. [23]
Η Γαλλία, όπως έχουμε ήδη αναφέρει στο προηγούμενο κεφάλαιο, υπήρξε ανέκαθεν χώρα υποδοχής του ελληνικού στοιχείου. Τα παράλια της νότιας Γαλλίας ανταποκρίθηκαν κυρίως στις οικονομικές και πολιτικές ανάγκες των Ελλήνων αποίκων, ενώ η πρωτεύουσα της χώρας ικανοποίησε τις πνευματικές και επιστημονικές τους αναζητήσεις, από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού ως το μεταναστευτικό ρεύμα των Ελλήνων προς τη Γαλλία συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια του 19 ου αιώνα. Από τις αρχές του εικοστού σημείωσε εντυπωσιακή άνοδο εξαιτίας των δύο παγκόσμιων πολέμων και του κύματος πολιτικών προσφύγων που προκάλεσαν οι δύσκολες πολιτικές συνθήκες στη χώρα. [24] Ειδικότερα σε αυτή τη μεταναστευτική φάση μπορούμε να διακρίνουμε δυο ομάδες πολιτικών εξόριστων. Η πρώτη αποτελείται από τους νέους διανοούμενους και αντιστασιακούς που κατέφυγαν στη Γαλλία ύστερα από πρόσκληση της γαλλικής κυβέρνησης μετά το 1945, όταν ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε στην Ελλάδα έκανε δύσκολη την επιβίωσή τους. Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει τους ανθρώπους του πνεύματος που ήθελαν να ξεφύγουν από τη δικτατορία των συνταγματαρχών (1967-1974).
Η πρώτη περίπτωση που θα μελετήσουμε είναι αυτή του Λύσανδρου Πράσινου, Ελληνα ξεριζωμένου την εποχή της μικρασιατικής καταστροφής. Ο Σομάλης [25] γράφτηκε γύρω στα 1932. Δημοσιεύτηκε μετά το θάνατο του συγγραφέα, το 1938 στα «Νεοελληνικά Γράμματα» (τεύχη Ιουνίου-Δεκεμβρίου). Αποτελεί αυτοβιογραφικό έργο του Λύσανδρου Πράσινου, [26] πατέρα της συγγραφέως Ζιζέλ Πρασινός και περιγράφει την δύσκολη ζωή αυτού και της οικογένειάς του, Ελλήνων της Πόλης, στο Παρίσι, όπου κατέφυγαν για να γλιτώσουν από τις σφαγές των Τούρκων. Ο Σομάλης, που «με το ξενικό του παρουσιαστικό, είτανε δύσκολο να περάσει απαρατήρητος», [27] διαμέσου μιας διαδικασίας μετατροπής της βιωμένης εμπειρίας σε τέχνη, προχωρά σε μια ουτοπική αισθητική αναζήτηση όπου διακρίνουμε δύο φάσεις.
Στην πρώτη φάση, ο ήρωας-συγγραφέας, προβάλλοντας, σε σημείο που να το πιστέψει κι ο ίδιος, το άλλοθι του αλλοτριωτικού μεροκάματου και της οικογενειακής ασυμφωνίας, καταχωνιάζει μέσα του όλες τις συγκεκριμένες επιθυμίες του, επειδή κατά βάθος πιστεύει αφηρημένα, πως με την άθλια ζωή που κάνει, το έργο του δεν θα ανταποκρίνεται, δεν μπορεί να ανταποκρίνεται στην ομορφιά που εναγωνίως αναζητεί η ψυχή του. Στη δεύτερη φάση, ο ήρωας-συγγραφέας θανατώνει πρώτα το ίνδαλμα της ζωής του, τη Νέλλα, και στη συνέχεια την ίδια τη ζωή του, πιστεύοντας ότι θυσιάζει στο βωμό της αγάπης, στον βωμό της ακέραιας ομορφιάς ό,τι τιμιότερο του απέμενε, την πνοή του. Ο φόνος αυτός – εικονικός και πραγματικός – ο θάνατος αυτός, βιωμένος ως θυσία, προσδίδει στο αφήγημα τη μεταφυσική του διάσταση.
Ο Πράσινος συγκεκριμενοποιεί τις διεργασίες μορφοποίησης της ταυτότητάς του μέσα από την τέχνη, καταφεύγοντας ωστόσο σε συγκεκριμένους χώρους «κρίσης» και «παρέκκλισης» όπου συντελούνται κατά κύριο λόγο τέτοιου είδους διεργασίες και όπου πολλαπλοί και συνάμα αντιφατικοί λόγοι συνδράμουν στη δημιουργία της. [28] Ένας τέτοιος «χώρος κρίσης» [29] είναι η εκκλησία, όπου ο μετανάστης καταφεύγει, μακριά από την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα του ξένου τόπου, για να αντικρύσει, ως μέσα από καθρέφτη, την εικόνα της απωλεσθείσας πατρίδας. Και ταυτόχρονα, για να καλλιεργήσει τη νοσταλγία του για την πατρίδα και να ανακόψει την καταλυτική για την ταυτότητα του και την ταυτότητα της οικογένειας του πορεία αφομοίωσης στην κοινωνία της «χωράς υποδοχής». Ο μετανάστης επενδύει συναισθηματικά στους χώρους αυτούς, οι οποίοι μέσα στην ευρύτερη γεωγραφία της ξενιτιάς αποτελούν έναν αναχρονισμό, μία παρέκκλιση.
Από τότε πώλειπε απ’την πατρίδα του, δεν είχε μπει σ’εκκλησία άλλη φορά απ’την ημέρα της κηδείας της γυναίκας του. Την πίστη του την είχε χάσει, μα στην ψυχή του βαστούσε ακόμη η μυστική ομορφιά της θρησκείας, σφιχτά δεμένη με τις θύμησες της νιότης του. Κάθε χρόνο το’ταζε στον εαυτό του αυτό το προσκύνημα, σαν μια μεγάλη χαρά κι ονειρεύονταν από πριν τους αντίλαλους που θα ξυπνούσανε μέσα του οι παλιοί βυζαντινοί μύθοι. [30]
Οι χώροι που είναι αντικείμενα της μνήμης έχουν συχνά χρησιμοποιηθεί από ανθρώπους στη διασπορά σαν συμβολικά αγκυροβόλια κοινότητας. Αυτό είναι αλήθεια εδώ και καιρό για τους μετανάστες, οι οποίοι χρησιμοποιούν τη μνήμη του χώρου για να κατασκευάσουν φαντασιακά τον νέο βιωμένο κόσμο τους. Η «πατρίδα» με αυτό τον τρόπο παραμένει ένα από τα πιο ισχυρά ενοποιητικά σύμβολα για μετακινούμενους και εκτοπισμένους ανθρώπους, όσο και αν η σχέση με αυτή μπορεί να είναι πολύ διαφορετική ανάλογα με τα διαφορετικά περιβάλλοντα. [31]
Η κάμαρά του εκεί κάτου στην Αθήνα, στα πόδια του Λυκαβηττού. Δε θυμάμαι πια τ’όνομα του δρόμου. Θα το θυμηθεί κι αυτό. Και τώρα αντάμα ξυπνάνε και παραστέκουνε την εικόνα ο αέρας, η μυρωδιά, η απόχρωση της ώρας, τα σύγχρονα περιστατικά, οι γνώριμοι ήχοι, οι φυσιογνωμίες, οι θωριές, η αλλοτινή ψυχή, ο Σομάλης ο τότε… […] Ο Σομάλης βλέπει την πατρίδα, τον ουρανό της, νιώθει τη γλύκα της να τον περιζώνει σαν ένα κανάκεμα μητέρας, σα μιαν αγάπη που δεν την λογάριαζε ως τα τώρα στη δίψα της έρημής του καρδιάς. [32]
Καθίσταται εμφανές λοιπόν, ότι η μυθιστορηματική στροφή προς την προσωπική ιστορική εμπειρία βρίσκει το ανάλογο της στην αναπαράσταση ενός απολεσθέντος χώρου και χρόνου. Η αναπαράσταση αυτή μπορεί να παρεξηγηθεί ως νοσταλγική χειρονομία του συγγραφέα/αφηγητή προς ένα παρελθόν που δεν υφίσταται πλέον παρά μόνον εν είδει αφηγηματικών σπαραγμάτων, τα οποία ο συγγραφέας επιχειρεί να συγκεντρώσει και αναπλάσει μυθιστορηματικά. [33] Επομένως, ο μετανάστης νοσταλγεί τον απολεσθέντα χωρόχρονο; Σύμφωνα με τον Γιώργο Καλογερά, «ο απολεσθείς χρόνος δεν είναι μόνο η νοσταλγική στιγμή του παρελθόντος, όταν συγγραφέας, αφηγητής, αναγνώστης και χώρος ήταν ένα. […] Η απώλεια και η απουσία ουσιαστικά ευθύνονται για τη μετανάστευση-ξενιτιά». [34]
Η ξενιτιά είναι μια λέξη που δεν υφίσταται σε άλλες γλώσσες. Δεν σημαίνει ακριβώς εξορία, διότι την επιβάλλεις στον εαυτό σου και δεν συνεπάγεται αποξένωση, επειδή δεν οδηγεί σε πνευματική αποξένωση. Ξενιτιά σημαίνει απλώς απώλεια της γενέθλιας γης. [35] Η εξορία συνδέεται με την ιδέα της ξενιτιάς, της αποδημίας σε ξένη γη, της απώλειας του γενέθλιου τόπου, όχι όμως με την απώλεια των πνευματικών δεσμών. Επιπλέον, τη χαρακτηρίζει ως αέναη κυκλικήκίνηση που συνδέει τη χώρα αποστολής με τη χώρα υποδοχής, ένα σχήμα λόγου που καθιστά προβληματική την ιδέα ενός συγκεκριμένου τόπου / χώρου καταγωγής για το μετανάστη, μίας αρχικής κοιτίδας γενικότερα.
Το «έπος» της «Υποτροφιάδας», της γενιάς του «Ματαρόα», των εκατόν σαράντα νεαρών Ελλήνων Αριστερών που κατέφυγαν στη Γαλλία, ως υπότροφοι έχει αφετηρία ένα ιστορικό τραύμα, τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα και αποτελεί το πρώτο μεταπολεμικό κύμα της ελληνικής διασποράς. Η διαφυγή στο εξωτερικό οφείλεται, ουσιαστικά, σε ένα πολιτικό άσυλο της γαλλικής κυβέρνησης σε μέλη της Ελληνικής Αριστεράς, που τους παρεσχέθη με τη μορφή υποτροφιών. [36] Οι νεαροί Έλληνες και Ελληνίδες βιώνουν αυτόν τον απότομο αποχωρισμό της πατρίδας ως απώλεια και ως ξεριζωμό.
Έτσι, δε βρέθηκε ουτ’ένας να φωνάξει : «Παιδιά, το νου σας στ’αμετάκλητο!» όταν το καράβι ξανοίχτηκε πια στο πέλαγος κι οι ακτές της Πελοποννήσου χάθηκαν πίσω απ’την πρύμη. Που να φανταστούμε τότε πως τα μάτια μας αποχαιρετούσαν την Ελλάδα! […] Που να φανταστούμε πως ήτανε γραφτό να κοπεί σιγά-σιγά, ο δρόμος του γυρισμού. […] Μα τουλάχιστον θα’τανε ξεκάθαρο απ’την αρχή το τι μας μέλλεται, αντί ν’ανακαλύψουμε λίγο-λίγο μ’αλλεπάλληλα κύματα απελπισίας. [37]
Αυτή την άφιξη στο Παρίσι που θύμιζε «άνευ όρων παράδοση» [38] εξιστορείται μέσα στο βιωματικό έργο της Μιμίκας Κρανάκη, [39] «Ματαρόα» σε δυο φωνές. Σελίδες ξενητιάς, [40] το οποίο, με τη μορφή ημερολογίου, περιορίζεται στο σημείο εκκίνησης του δράματος, στην αναχώρηση δηλαδή των νεαρών υποτρόφων από την πατρίδα τους και στην πρώτη φάση προσαρμογή τους στο ξένο τόπο. «Είμαστε «υπότροφοι», στον πληθυντικό, έτσι γενικά και αφηρημένα. […] Από τον αφηρημένο πληθυντικό περνάμε ύστερα στο πρώτο πρόσωπο του ενικού. Αλλ’όχι αμέσως, το «εμείς» εξακολουθεί να ισχύει στη μεταβατική περίοδο […]». [41]
Σύμφωνα με την Annette Treibel, υπάρχουν δύο βασικές μεταναστευτικές φάσεις: η πρώτη φάση χαρακτηρίζει τα πρώτα χρόνια της μετανάστευσης, όπου οι δεσμοί με τη χώρα αποστολής είναι ακόμη δυνατοί, και η δεύτερη φάση χαρακτηρίζει τον απογαλακτισμό από τη χώρα αποστολής και τη συνακόλουθη αλλαγή ταυτότητας. Η δεύτερη φάση, στην οποία δημιουργούνται για τους μετανάστες νέες εθνοτικές δομές, είναι η φάση της δράσης στο πλαίσιο του ethnic community: [42] «[…] κοιτάζω να επιβιώσω όπως-όπως, έμαθα να κάνω κάτι αυτόματες κινήσεις, μηχανικές, ό,τι χρειάζεται για την καθημερινή ζωή, μα τούτο δε σημαίνει αναγκαία ότι ζω. Πως μπορεί να υπάρξει φιλία σε μια όσο μεγάλη πολιτεία; […] Όχι, ποτέ δεν θ’αγαπήσω τη ζωή μου εδώ πέρα». [43]
Τα ζητήματα απεδαφοποίησης της ταυτότητας [44] σήμερα φαίνεται να αποκτούν ειδικό χαρακτήρα, όταν όλο και περισσότεροι από εμάς ζούμε σε αυτό που ο Said αποκάλεσε «μια γενικευμένη συνθήκη απατρίας», [45] σε έναν κόσμο όπου οι ταυτότητες γίνονται όλο και πιο, αν όχι απόλυτα, απεδαφοποιημένες, τουλάχιστον διαφορετικά εδαφοποιημένες. Πρόσφυγες, μετανάστες, εκτοπισμένοι και λαοί χωρίς κράτος – αυτοί είναι ίσως οι πρώτοι που βιώνουν τις συγκεκριμένες πραγματικότητες στην πιο απόλυτη μορφή τους, αλλά το πρόβλημα είναι γενικότερο. «Προσπαθώ να βρω μια ταυτότητα, μια μάσκα, για τον εαυτό μου, ένα ρόλο να μπω στο πετσί κάποιου άλλου. […] Περπατάω στις όχθες του Σηκουάνα, μυρίζει νερό, αναμνήσεις, θάλασσα, μπα, ψέματα, είναι «παραδρομές της γλώσσας μου της ξένης». [46]
Σε έναν κόσμο διασποράς, διεθνικών πολιτισμικών ροών και μαζικών κινήσεων των πληθυσμών, παλιομοδίτικες προσπάθειες να χαρτογραφηθεί ο κόσμος ως ένα σύστημα πολιτισμικών περιοχών ή πατρίδων εκτίθενται από ένα απαστράπτον τόξο εξομοιώσεων, διπλώσεων και αναδιπλώσεων […] Σε αυτό το πολιτισμικό δράμα της διασποράς, οικεία όρια ανάμεσα στο «εδώ» και στο «εκεί» […] γίνονται δυσδιάκριτα. [47]
Αυτές το ημερολόγιο εξορίας περιγράφει την γεωγραφική και συμβολική πορεία του αποχωρισμού και της απομάκρυνσης από το πάτριο έδαφος, την αγιάτρευτη πληγή του ξεριζωμού. Με τρόπο που κωδικοποιεί και οδηγεί στα άκρα παραδοσιακά στιγμιότυπα εξορίας, η συγγραφέας τίθεται με μια επώδυνη οξύτητα αντιμέτωπη με την προσωπική της εμπειρία.
Κράτησε κάμποσο αυτός ο διχασμός, ανάμεσα στο ναι και στ’όχι, στην κόψη του σπασμένου γυαλιού. Κι άξαφνα μια μέρα έγινε πια ολοφάνερο, όπως συμβαίνει σ’ένα δύσκολο έρωτα : «Δεν αντέχω άλλο». Πρέπει να ξεχάσω, να δω κατάματα την αλήθεια, να το «αποφασίσω», όπως λένε για τους ετοιμοθάνατους. [48]
Η εξορία, ατομική ή ομαδική, πέρα από τους λόγους οι οποίοι την έχουν υπαγορεύσει, απαιτεί με τον πιο ακραίο και απόλυτο τρόπο, την προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα: «Αρχίζω να της λέω πως πήρα τη συνήθεια, χωρίς να το καταλάβω, να βάζω στο παρελθόν ό,τι αφορά την Ελλάδα, «είχαν», «ήτανε», σα να’χανε πεθάνει οι άνθρωποι, είναι χαρακτηριστικό». [49] Σε κάθε περίπτωση, αξιώνει χρόνο, δυνάμεις, πάλη ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν και το δυσκολότερο όλων, παραίτηση από τα οικεία και αποδοχή των ανοίκειων, και κατά συνέπεια πόνο και συχνά, μια αίσθηση ήττας ή συμβιβασμού σε ένα ζήτημα «ζωής και θανάτου». Η αποδοχή των νέων επιβεβλημένων έξωθεν κανόνων του παιχνιδιού αποτελεί μονόδρομο, ανηφορικό και επώδυνο. «Θα μάθω ν’αναπτύσσω και να μακρηγορώ, να βγαίνω απ’το καβούκι μου χωρίς να αισθάνομαι ότι με γδέρνουν. Θα μάθω να σερβίρω την αλήθεια με δόσεις και με μέτρο. Μ’άλλα λόγια θα συμ-βι-βα-στώ. […] Μα παν’αυτά τώρα, θα προσ-αρ-μο-στώ, να που ξεστόμισα μια λέξη που ούτε να τη φανταστώ δε μπορούσα». [50] Η αποδοχή του μετανάστη είναι συχνά προσωρινή, εύθραυστη και ρευστή και αυτός βρίσκεται διαρκώς σε ένα μεταίχμιο, σε μία φάση από/δοκιμασίας στην οποία τον υποβάλλει η νέα του πατρίδα, σπαρμένη με πλείστα όσα επεισόδια σ’αυτό «το σίριαλ ‘Ξένος’»:
–Sale métèque, βρωμοξένοι, φώναξε ο γάλλος […]. Θα σας διώξουμε όλους, όπου να’ναι. Θα μας διώξουν. Πολύ πιθανό, καμιά μέρα. Δεν αποκλείεται καθόλου. […]. [51] Κι όμως δεν φωνάζω. Είναι παληά συνήθεια, ένα είδος περηφάνειας («η περηφάνεια της Ανατολής», ειρωνεύονται οι ντόπιοι). Έτσι έχω ζήσει ως τώρα, σφίγγοντας τα δόντια κι είναι αργά πια ν’αλλάξω. [52]
Αυτός ο ξεριζωμός, με το πέρασμα του χρόνου, μεταμορφώνεται σε μια συνειδητή επιλογή, που σταδιακά αποξενώνει από την πατρίδα, ξεθωριάζει τα σημεία αναφοράς σ’ αυτήν. Όπως κάθε ξεριζωμένος, έτσι και η Κρανάκη βρίσκεται παγιδευμένη σε έναν ά-τοπο και ά-χρονο χωρόχρονο όπου απουσιάζουν ταυτοτικές αναφορές και σηματοδοτεί την εκκίνηση της επανεκκίνησης και της επανάκτησης της ταυτότητας μέσα από την υιοθέτηση μιας νέας πατρίδας. [53]
Με τον καιρό θα ολοκληρωθεί η αφομοίωση κάθε είδους, απ’τον συγχρωτισμό του μετρό ως την πνευματική συνεννόηση. […] Άλλωστε μπορεί να’ναι προσωρινά όλ’αυτά, ένα μεταβατικό στάδιο. […] Δε θα’μαι από κανέναν τόπο. Μένει μονάχα στον ορίζοντα μια ασπρίλα ορθάνοιχτη – το μέλλον – κι όσα μας περιμένουν εκεί μέσα. [54]
Αυτή η κατάσταση υποστηρίζεται επιστημονικά με τη λεγόμενη «μεταμοντέρνα αποδομητική έννοια της μετανάστευσης», κατά την οποία συστατικό στοιχείο της έννοιας δεν είναι ο γεωγραφικός χώρος ή χρόνος αλλά, κυρίως, μια ιδιαίτερη κατάσταση που μπορεί να θεωρηθεί, όπως είπαμε, ως ενδιάμεσος χώρος σε επίπεδο ταυτότητας. Σύμφωνα λοιπόν με την Baltes-Löhr, η μετανάστευση δε χαρακτηρίζει μια πορεία που έχει αφετηρία και άφιξη συγκεκριμένο γεωγραφικό κα κοινωνικό τόπο, αλλά αποτελεί πολύ περισσότερο μια αέναη (μετα)κίνηση. Καταργεί το σταθερό σημείο αναφοράς του τοπικού προσδιορισμού «εδώ και εκεί» ή «εσωτερικό και εξωτερικό», έτσι ώστε ο μετανάστης να μην προσδιορίζεται στη βάση εθνικών σταθερών, αλλά να έχει το δικαίωμα επιλογής του ανήκειν τόσο στο εδώ όσο και στο εκεί. [55]
Αυτός ο εσωτερικός ξεριζωμός μπορεί να οδηγήσει ως την εκμηδένιση. [56] Κάθε μορφή εξορίας, συμπεριλαμβανομένης και της διασποράς, [57] ιδιαίτερα στα πρώτα στάδια, ενέχει μια μορφή βίας και ψυχικού και συναισθηματικού ακρωτηριασμού. Ωστόσο, η έννοια της διασποράς παρουσιάζει διαφοροποιήσεις. Οι κοινωνιολογικές μελέτες στις μέρες μας έχουν μετατοπίσει την οπτική τους, από μία στατική και εθνοκεντρική θεώρηση του μεταναστευτικού φαινομένου σε ερμηνευτικές αναλύσεις της διασποράς ως μία δυναμική έννοια. Η Διασπορά, ως όρος, χρησιμοποιείται διευρυμένα, δεν περιγράφει κάποια στατική οντότητα αλλά μία ανθρωπότητα σε διαρκή αλλαγή. Αναφέρεται στη σύγχρονη ανθρώπινη συνθήκη, σε πληθυσμούς για τους οποίους τα σύνορα λειτουργούν καλύτερα ως περάσματα παρά τέρματα [58] και λιγότερο σε συγκεκριμένες κοινότητες ανθρώπων που μετακινούνται από και προς ένα συγκεκριμένο προορισμό:
Η λέξη Διασπορά συχνά φέρνει στον νου την τραυματική εικόνα του αποχωρισμού και της εκδίωξης και τούτο αποτελεί σίγουρα μία σημαντική όψη της μεταναστευτικής εμπειρίας. Αλλά οι διασπορές είναι, δυναμικά, τόποι ελπίδας και μίας νέας αρχής. Είναι αμφισβητούμενες πολιτισμικές και πολιτικές περιοχές όπου οι ατομικές και συλλογικές μνήμες συγκρούονται, ανασυγκροτούνται και αναδιαμορφώνονται. [59]
Στο έργο Διασπορά της Μαργαρίτας Λυμπεράκη ο προσδιορισμός της ταυτότητάς της συνδέεται με την επιστροφή της στο παρελθόν, προκειμένου να βρει τις ρίζες της, να προσδιορίσει με σαφήνεια την προέλευσή της. Αυτό το ερώτημα βιώνεται πιο έντονα και γίνεται πιο βασανιστικό: «Το ταξίδι αυτό, που άλλοτε δεν το ήθελα, τώρα φλέγομαι να το κάνω», [60] καθώς βρίσκεται στο Παρίσι ως πολιτική εξόριστη και της έχει απαγορευτεί η είσοδος στην Ελλάδα. Για τον πολιτικό εξόριστο, ωστόσο, η μητέρα-πατρίδα, ή μητρίδα, όπως λένε σε χωριά της Κρήτης, μπορεί να μετατραπεί σε μητριά: «Ωραίες οι ανοιχτές αγκάλες, αρκεί να σ’αφήνουν περιθώριο να μπαίνεις και να βγαίνεις ελεύθερα. Όχι άλλοτε να σε σφίγγουνε κι άλλοτε να σε πετάνε μακριά. Άλλοι να μην μπορούν να μπουν στον τόπο, άλλοι να μην μπορούν να βγουν. Κι άλλοι να πρέπει να διαλέξουν μια για πάντα το μέσα ή το έξω. Φυσικά το ένα χειρότερο από το άλλο…». [61]
Μέσα από το θέμα της πολιτικής εξορίας η συγγραφέας μας παρουσιάζει την κατάσταση του εκπατρισμένου ατόμου που βιώνει αρνητικά την εμπειρία αυτή ως επακόλουθο της ακούσιας φυγής του από την πατρίδα του. Η έντονη νοσταλγία του γι’ αυτήν διαποτίζει την καθημερινότητά του στην ξένη χώρα και ο τόπος του, αν και απών, είναι διαρκώς παρών στη φαντασία του: «Η εικόνα τουbd.St.Germainμε τη βροχή γίνεται μέσα της εικόνα μιας ελληνικής παραλίας. Σαν ν’ ακούει τον ήχο της θάλασσας». [62] Η στέρηση του γενέθλιου τόπου κάνει την Ρωξάνη να βιώνει την ξενιτιά ως οριστική απώλεια με όλα τα ταυτοτικά σημεία αναφοράς της να ακυρώνονται στον ξένο τόπο και εκείνη να απομένει μετέωρη. Γι’ αυτήν η ξενιτιά ισοδυναμεί με πένθος: «Ο ξένος εις την ξενιτιά πρέπει να βάλει μαύρα». [63] Αποφασισμένη να εξερευνήσει τις ρίζες της ξεκινά το ταξίδι αυτογνωσίας από τη Σμύρνη, όπου αρχίζει βαθμιαία να τοποθετεί τις ψηφίδες στο παζλ της ιστορίας της. Η αποδημία των Ελλήνων αποτελεί αναπόσπαστο και διαχρονικό κομμάτι της ιστορίας τους: «Μα Ελληνισμός ίσον Διασπορά!». [64]
Παράλληλα η νοσταλγία της για την πατρίδα αποκτά συγκεκριμένη μορφή, αφορά τον Ανδρέα, έναν παλιό της έρωτα, που βρίσκεται εξόριστος στη Σάμο: «Εσύ φυλακισμένος μέσα στον τόπο σου, εγώ εξόριστη από τον τόπο μου, εσύ δεν μπορείς να βγεις, εγώ δεν μπορώ να μπω!» [65] Από εκείνη τη στιγμή και μετά, όπως ομολογεί η ίδια, η επιθυμία να ξαναβρεί τις ρίζες της, δηλαδή να προσδιορίσει το παρελθόν της, και να ξαναδεί τον Ανδρέα, να οριοθετήσει το παρόν της, είναι εξίσου δυνατές και αξεδιάλυτες μεταξύ τους. Και οι δύο μαζί τη βασανίζουν, της γίνονται έμμονη ιδέα: «Διψάω να ξαναδώ τον Ανδρέα, όπως διψάω να βρω τις ρίζες μου. Αυτές οι δυο νοσταλγίες ενώνονται μέσα μου. Μπερδεύονται. Με τυραννάνε». [66] Η εμπειρία του εκτοπισμού, εντούτοις, διευρύνεται και δεν περιλαμβάνει μόνο τη δική της περίπτωση ή αυτή του Ανδρέα, αλλά σημαίνει και ξεριζωμός, προσφυγιά «Ας πάρουμε τη λέξη «εκτοπισμός» ή «εκτοπισμένος»[…]η ίδια αυτή λέξη κλείνει πια μέσα της έναν πολύ παλιό πόνο». [67] Με αυτό τον τρόπο ανάγει την ατομική της περίπτωση στην καθολική εμπειρία, αλλά ταυτόχρονα διαφοροποιείται, υπονομεύοντας την ετερότητα.
Στο έργο της Λυμπεράκη την ετερότητα εκφράζει ο Οσμάν, μέσω του οποίου «αμέσως απελευθερώνεται στο νου του αναγνώστη κάθε πληροφορία που έχει για την ξένη χώρα είτε πρόκειται για γνώση, ανάμνηση, εμπειρία είτε για κάποιο πραγματικό ή μη πραγματικό γεγονός». [68] Ο αναγνώστης μαθαίνοντας την εθνικότητα του Οσμάν ανακαλεί στο μυαλό του πληροφορίες που έχει για την εικόνα του Τούρκου και προέρχονται από «την εμπειρία του, τις γνώσεις του, απ’ ό,τι έχει μέχρι σήμερα διαβάσει». [69] Η αντίδρασή του πιθανόν να είναι παρόμοια με αυτήν που δείχνει αρχικά η Ρωξάνη, δηλαδή επιφυλακτική και καχύποπτη, επηρεασμένος από τις αρνητικές προκαταλήψεις που διέπουν τις σχέσεις Ελλήνων-Τούρκων. Παρακάτω όμως ο αναγνώστης ανακαλύπτει με έκπληξη πως το αρνητικό στερεότυπο αποδομείται και η εικόνα του Τούρκου παρουσιάζεται πολύ διαφορετική από αυτήν που έχει σχηματίσει στο μυαλό του. Έτσι παρουσιάζεται ευγενικός, φιλικός, πρόθυμος να δείξει στη Ρωξάνη τα αξιοθέατα της περιοχής. Αρχαιολόγος ο ίδιος ενδιαφέρεται πάνω από όλα για την αισθητική αξία των μνημείων, την ιστορική τους σημασία, χωρίς καμία διάθεση οικειοποίησής τους: «Εκείνο που με ενθουσιάζει είναι η αρμονία ανάμεσα στο τοπίο και στα μνημεία». [70] Δε διστάζει μάλιστα στο άκουσμα της εθνικότητας της Ρωξάνης να αναφωνήσει πως η Ελλάδα αποτελεί γι’ αυτόν αντικείμενο λατρείας: «Ω Θεέ μου, γιατί δε μου το είπατε από την αρχή; Η Ελλάδα είναι το πάθος μου». [71] Η Λυμπεράκη υπονομεύει το στερεότυπο του Τούρκου επιδιώκοντας πιθανότατα να προβληματίσει τον αναγνώστη της σχετικά με το εθνικό αυτό στερεότυπο και να οδηγηθεί σε άλλα συμπεράσματα αφήνοντας στην άκρη τους παραμορφωτικούς φακούς.
Φτάνοντας προς το τέλος της αναζήτησής της, η Ρωξάννη καταλήγει στο συμπέρασμα πως και η ίδια είναι μέλος της Διασποράς. Ανήκει σε μια οικογένεια που αποτελεί ενσάρκωση της: «Η οικογένειά της μητέρας μου είναι σύμβολο της Διασποράς.[…]Ίσως όμως αυτό να ’ναι και οι ρίζες μου». [72] Η ένταξή της στο συλλογικό παρελθόν της Ελλάδας της παρέχει μια σταθερή βάση πάνω στην οποία θα οικοδομήσει με σιγουριά το είναι της. Επιστρέφοντας στο Παρίσι από το επίπονο ταξίδι αυτογνωσίας δηλώνει την ταυτότητά της: «Είμαστε πρόσφυγες, πρόσφυγες Έλληνες, εκ Μικράς Ασίας». [73] Κομμάτι και η ίδια του μείζονος ελληνισμού, ακολουθεί τη μακραίωνη μοίρα των ξεριζωμένων συμπατριωτών της.
Τόσο στην περίπτωση της Μιμίκας Κρανάκη όσο και σ’εκείνη της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, η ανασκόπηση της μεταναστευτικής εμπειρίας είναι συνολική. Το ίδιο ισχύει και για το μυθιστόρημα Ο άνθρωπος που τάιζε τα περιστέρια του Άρη Φακίνου. [74] Εδώ, αφετηρία για τη διερεύνηση του θέματος αποτελεί η επιστροφή του κεντρικού προσώπου στην Ελλάδα, μετά τη μεταπολίτευση, του Μύρου, ενός δημοσιογράφου που έζησε τα χρόνια της δικτατορίας αυτοεξόριστος στη Γαλλία. [75] Όπως και στα προηγούμενα λογοτεχνικά κείμενα, οι επιταγές της ιστορικής συγκυρίας καθορίζουν και εδώ την εξέλιξη της προσωπικής βιογραφίας, στην οποία κυρίαρχη θέση κατέχει η ιστορία της αυτοεξορίας: «Συνυφασμένα με την ιστορία του τόπου (κατοχή, πρώτες μέρες της δικτατορίας), τα καίρια σημεία της ατομικής ιστορίας αναβιώνουν στο κείμενο μέσω της λειτουργίας της μνήμης», [76] ανατροφοδοτώντας διαρκώς την ενοχή της φυγής:
Θα’τρεχε ν’αγκαλιάσει τη μάνα του, θα την έκλεινε μέσα σε κείνη τη ζωντανή παρένθεση – χρόνια εφτά, καλομετρημένα – δε θα της έλεγε τίποτα, όλα τα λόγια θα’μοιαζαν με μαύρα γυαλιά σε τυφλού πρόσωπο. Οι άλλοι δε βλέπουν τη φρίκη της τύφλας, αλλά για τον τυφλό τίποτα δεν αλλάζει. Στο σπίτι δεν ήθελε ν’αρχίσει να ξεδιπλώνει πακέτα και δέματα, έτσι τελειώνουν κάποιες άλλες ιστορίες, όχι αυτή που είχε αρχίσει μια νύχτα του Απρίλη αφήνοντας τη ντροπή της φυγής κολλημένη σαν πίσσα στων παπουτσιών τα πέλματα. Ο Μύρος παραξενευόταν που κανένας συμπατριώτης, όλα αυτά τα χρόνια, δεν στρεφόταν για να κοιτάξει πίσω του, να δει αν άφηνε μαύρα αχνάρια. [77]
Η ταυτότητά του έχει κάτι το επίπλαστο, όπως τα χαρτιά που έχουν οι πολιτικοί εξόριστοι τα πρώτα χρόνια της εξορίας. Στο διαβατήριο του Μύρου έγραφε: «Μόνιμος κάτοικος Εξωτερικού» με Ε κεφαλαίο. «Έτσι μοιάζει με τ’όνομα κάποιας άγνωστης χώρας». [78] Η πραγματική ταυτότητα του Μύρου είναι εκείνη του φυγά, του διωκώμενου που όμως δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, γεγονός που δεν συγχώρεσε ποτέ στον εαυτό του και για αυτόν τον λόγο τον τιμωρεί. Θύμα αλλά και «εαυτόν-τιμωρούμενος», μετατρέπεται στον ίδιο του τον δήμιο, κρατώντας για πάντα την βαλίτσα της εξορίας, ανατροφοδοτώντας τις ενοχές του και τον πόνο του, ακροβατώντας στην κόψη του ξυραφιού και παίζοντας συνειδητά ένα πολύ επικίνδυνο παιχνίδι: «Την [βαλίτσα του] είχαν χρησιμοποιήσει τόσες και τόσες φορές για να πάνε διακοπές, αυτή τη βαλίτσα της εξορίας… Σα να δίνει κανείς το σκοινί ενός κρεμασμένου σ’ένα κοριτσάκι για να παίξει». [79] Η βαλίτσα, παύει να αποτελεί αντικείμενο, αλλά ανάγεται σε σύμβολο του εκπατρισμένου, όπου παρόν, παρελθόν και μέλλον, πατρίδα και θετή πατρίδα συνωστίζονται και διασταυρώνονται. Οι αναμνήσεις συμφύρουν χώρο και χρόνο, αναδεικνύοντας καταστάσεις και συναισθήματα για χρονικό διάστημα που καλύπτει ολόκληρη τη ζωή του κεντρικού προσώπου. [80] Η ιστορία με την οποία παρουσιάζονται οι αναμνήσεις δεν είναι τυχαία. Τον πρώτο καιρό μετά την επιστροφή στην Ελλάδα, επανεξετάζεται η σχέση με τη χώρα καταγωγής.
Ύστερα από όλα τούτα τα χρόνια της εξορίας, η μόνη δυνατή ευτυχία του φαινόταν εκείνη που νιώθεις όταν, μεθοδικά και απτόητα, μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα, ετοιμάζεις αυτή την παγίδα. Για πρώτη φορά από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του στην πατρίδα, του πέρασε από το νου η σκέψη ότι γι’αυτό ακριβώς είχε γυρίσει: έπρεπε να φτιάξει ένα δικό του, κατάδικό του δόκανο. [81]
Οι έννοιες πατρίδα/ξενιτιά εμφανίζονται συχνά να συνυπάρχουν υπό τη μορφή της αλληλενέργειας ομοίου και ετέρου η έστω της ταλάντευσης ανάμεσα στο οικείο και στο ξένο. Έτσι, οι έννοιες πατρίδα/ ξενιτιά αποτελούν στα περισσότερα έργα αφενός βασική θεματολογική σταθερά, αφετέρου δεν μπορεί να δοθεί γενικά απάντηση στο ερώτημα σε ποιον από τους δύο πόλους υπάρχει περισσότερη οικειότητα. Με άλλα λόγια οι έννοιες πατρίδα/ξενιτιά δεν υφίστανται ως ξεχωριστές κατηγορίες, ώστε η μία να συμβάλει στη διαφοροποίηση της άλλης, αλλά αναπαρίσταται η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις κατηγορίες πατρίδα και ξενιτιά: [82] «Τι πάει να πει, άραγε, να είσαι από ένα μέρος ή από κάποιο άλλο; […] Ξένος είσαι όταν δε νιώθεις ποτέ την ανάγκη να τρέξεις, να βιαστείς, να παραμερίσεις κάποιον που σου κόβει το δρόμο. Ξένη είναι η γη όπου ο χρόνος ανήκει σε άλλους». [83]
Κουβαλώντας την «κατάρα του εκπατρισμού», και ο Μύρος συνεχίζει την ατέρμονη «παράδοση» του ξεριζωμού που υπέστησαν αρκετές γενιές του ελληνισμού, υποκείμενες στις ιστορικές συνθήκες:
Ο καφετζής Προκόπης, Μικρασιάτης πρόσφυγας: «Όλοι κάτι κουβαλήσαμε από κείνα τα μέρη», έλεγε, «πρόσφυγες είμαστε, κι οι πρόσφυγες όλο και κάτι κουβαλάνε μαζί τους… Ό,τι προλάβαμε, ό,τι μπορέσαμε, τα ξέρεις… Ερχόντουσαν οι Τούρκοι, ο κόσμος έτρεχε κατά τη θάλασσα, από μακριά φαινόντουσαν οι καπνοί, καιγόντουσαν τα πρώτα σπίτια… […] Θρήνος και κοπετός γύρω τους, αλλά εκείνοι τίποτα, σαν να μην άκουγαν, σα να μην έβλεπαν, είχανε πια βαρεθεί να φεύγουν…». [84]
Την ίδια μοίρα έχει και ο αφηγητής του μυθιστορήματος Τα παιδιά του Οδυσσέα [85] που αναγκάζεται να φύγει με πλαστό διαβατήριο κρυφά στο Παρίσι ως πολιτικός εξόριστος αμέσως μετά τον εμφύλιο.
Είχαμε περάσει πια από τον έλεγχο. Πόσοι άραγε να’μαστε καταζητούμενοι μέσα σ’αυτό το αεροπλάνο, πόσοι να φεύγαμε από την πατρίδα με ψεύτικα χαρτιά, με πλαστά διαβατήρια;… […]. Ταξιδεύαμε χωρίς να ξέρουμε πού ακριβώς πηγαίναμε, πόσο θα κρατούσε η περιπλάνηση μας, ποιοι θα μας πρόσφεραν άσυλο και φιλοξενία, πού τελικά θα κατασταλάζαμε. [86]
Ο εκπατρισμένος «έχει εκείνη την ιδιαίτερη έκφραση που θυμίζει εξορία,[…]που αφήνει την εντύπωση μιας αρρώστιας όπως η ευλογιά ή η λέπρα». [87] Εκτός από την ταυτότητα του εξόριστου, και ο χρόνος έχει κάτι το επίπλαστο, παγώνει στην ξένη χώρα, εκεί «ο χρόνος ανήκει σε άλλους», [88] αποκτά την αίσθηση του προσωρινού: «Μια φορά τον είχαν ρωτήσει τι πάει να πει εξορία. ‘Να κάθεσαι κάτω από την τέντα ενός κλειστού μαγαζιού’, είχε πει, ‘να κάθεσαι και να περιμένεις να τελειώσει η βροχή’». [89] Στις συνθήκες αυτές, όταν ο λόγος αναδεικνύει κυρίως το μέγεθος της απόστασης και την αδυναμία επικοινωνίας, η σιωπή μπορεί να λειτουργήσει ως καταφύγιο, συγκαλύπτοντας την αδυναμία έκφρασης του εγώ και μία οδυνηρή αίσθηση ετερότητας. Ο Άρης Φακίνος, σε απόλυτη ταύτιση με τους αφηγητές των μυθιστορημάτων του, κατά τη διάρκεια όλης της πορείας του ως εξόριστος, δεν απεμπόλησε ποτέ τη διασπορική του συνείδηση. Αντίθετα, όπως και οι άλλοι Έλληνες εκπατρισμένοι συγγραφείς που μελετήσαμε, αν και ταυτίστηκαν κάποια στιγμή με δομές κα ιδεολογικές επιλογές της χώρας υποδοχής, υπηρέτησαν μέσα από τις επιλογές τους αυτές ως διασπορά, την πατρίδα τους.
Έχοντας σχηματίσει μια γενική εικόνα της ελληνικής λογοτεχνίας της μετοικεσίας, ένα ερώτημα που τίθεται είναι αν, πέραν των συγγραφικών επιλογών των Ελλήνων συγγραφέων της μετοικεσίας ή ίσως εξαιτίας αυτών των επιλογών, το αφήγημα της μετανάστευσης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του κανόνα μίας εθνοτικής λογοτεχνίας ή αν είναι απλώς μία θεωρητική κατασκευή που επιζητά να επιβάλλει ένα εξελικτικό μοντέλο για τις εθνοτικές λογοτεχνίες, Υπάρχει μια τάση η μεταναστευτική λογοτεχνία να προσεγγίζεται περισσότερο με κριτήρια κοινωνιολογικά και όχι αισθητικά. [90] Αλλά, μπορούμε άραγε να αποφύγουμε μια κοινωνιολογικής υφής προσέγγιση, να μην έχουμε τη διάθεση αφομοίωσης, να μην νιώθουμε τη μεταναστευτική λογοτεχνία ως λογοτεχνία που συμπληρώνει την εθνική λογοτεχνία; Διότι, αφενός αποτελεί πραγματική πρόκληση για την λογοτεχνική κριτική η μεταναστευτική λογοτεχνία καθώς και οι μηχανισμοί της κριτικής αυτής, από τη στιγμή που ο λόγος γύρω από τη λογοτεχνία κατασκευάζει έναν τρόπο αντίληψης στενά συνυφασμένης με την ιδέα της εθνικής ταυτότητας. [91] Αφετέρου, η μεταναστευτική λογοτεχνία δεν μπορεί να χωρά «στο εθνοκεντρικό ερμηνευτικό σύστημα, επειδή λειτουργεί με τους δικούς της λογοτεχνικούς λόγους, θέτει καινούργιες ερωτήσεις που με καινούργιες μεθόδους οδηγούν σε καινοτομικές απαντήσεις». [92]
Οι συγγραφείς που μελετήσαμε δεν διαθέτουν μια ελληνικότητα που να προσανατολίζεται απλώς στις ελλαδικές πολιτισμικές νόρμες. [93] Στα σύγχρονα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης και της πολυπολιτισμικότητας, η λογοτεχνία του εκπατρισμού μετατρέπεται σε μεικτή λογοτεχνία όπου ο συγγραφέας δεν μιλά πια μόνο για τις ρίζες του αλλά και για την ιστορία και τη ζωή των συμπατριωτών του στο εξωτερικό και φτάνει στο σημείο να συγχέει τους χώρους – πατρίδα και χώρα υποδοχής –, αναδεικνύοντας στοιχεία της δικής του κουλτούρας, συχνά ήδη μεικτής, τα οποία εισάγει στο ξένο λογοτεχνικό τοπίο. Η ελληνική λογοτεχνία της μετοικεσίας φαίνεται να αποτελεί το αποτέλεσμα μιας λογοτεχνίας της εξορίας όπου το ουσιαστικό δεν είναι πια να ζεις στο παρόν ένα παρελθόν που ο χρόνος έχει καταστήσει συγκεχυμένο, αλλά να δρας με τέτοιον τρόπο που το παρελθόν να ξαναζωντανεύει στο παρόν, με την αρχετυπική μορφή του ταξιδιώτη Οδυσσέα, να συνεχίζει το ταξίδι της αποδημίας.
Νοέμβριος 03, 2024
Δύο φορές βραβευμένη για τις μεταδιδακτορικές της έρευνες, με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. και το Βραβείο Έρευνας και Καινοτομίας του Α.Π.Θ., η Ολυμπία Αντωνιάδου έχει διδάξει μαθήματα γαλλικής και ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, συγκριτικής γραμματολογίας και πολιτισμού στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, στο Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας και Πολιτισμού της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. και στο Διαπανεπιστημιακό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Erasmus Mundus CLE «Ευρωπαϊκοί πολιτισμοί και λογοτεχνίες». Από το 2014 διδάσκει ευρωπαϊκή λογοτεχνία, ως ΣΕΠ στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, στην προπτυχιακή ενότητα ΕΠΟ21 και στην ενότητα ΔΓΡ51 του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Δημιουργική Γραφή» και στη ΔΗΓ51 του νέου ΠΜΣ του ΕΑΠ ΔΗΓ. Ως Επισκέπτρια Ερευνήτρια στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, ασχολήθηκε με τις μεταναστευτικές κουλτούρες και διαπολιτισμικές επιρροές στην ιρανική πολιτισμική παράγωγη στην Ελλάδα και τη Γαλλία. Έχει δημοσιεύσει άρθρα σχετικά με την ελληνική γαλλόφωνη λογοτεχνία, τη μετανάστευση, τη διασπορά, ζητήματα ετερότητας και ταυτότητας και τους μύθους.
Σημείωση Επιμελητή: Το παρόν άρθρο αποτελεί ανατύπωση του κεφαλαίου της Ολυμπίας Αντωνιάδου, «Λογοτεχνία, διασποροποίηση και συνοροχώρες: η περίπτωση της ελληνικής λογοτεχνίας της μετοικεσίας στο γαλλόφωνο χώρο του 20ου αιώνα» που δημοσιεύτηκε στο Πρακτικά του Τέταρτου Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών (Γρανάδα, 9-12 Σεπτεμβρίου 2010), με θέμα «Ταυτότητες (από το 1204 έως σήμερα)», (5ος τόμος), 2011, σ. 713–30. Εκφράζω τις θερμές μου ευχαριστίες στον επιμελητή του τόμου Κωνσταντίνο Δημάδη για την άδεια ανατύπωσης.
Σημειώσεις
[1] Όρος του Stuart Hall, «Νέες εθνότητες», Η Προσέγγιση του Άλλου. Ιδεολογία, μεθοδολογία και ερευνητική πρακτική, Αθήνα, Μεταίχμιο, σειρά «Ετερότητες», 2006, σ. 65.
[2] Ιδ., σ. 53–69.
[3] Jameson, Frederic, «Postmodernism, or the Cultural Logic of Late Capitalism», New LeftReview, 146, 1984, pp. 53–92.
[4] Akhil Gupta & James Ferguson, «Πέρα από την κουλτούρα: Χώρος, ταυτότητα και η πολιτική της διαφοράς», Η Προσέγγιση του Άλλου. Ιδεολογία, μεθοδολογία και ερευνητική πρακτική, όπ.π., σ. 77.
[5] Bhabha, Homi, «Location, Intervention, Incommensurability: A Conversation with Homi Bhabha», Emergences, 1 (1), 1989, p. 66.
[6] Anderson, Benedict, Imagined Communities: Reflections on the Origin and Spread of Nationalism, Verso, London, 1983.
[7] Τα ζητήματα που σχετίζονται με την κατασκευή του χώρου και της πατρίδας από μετακινούμενους και εκτοπισμένους ανθρώπους εξετάζονται με διαφορετικούς τρόπους από έναν αριθμό άρθρων στο τεύχος Cultural Anthropology, 7 (1), Φεβρουάριος 1992.
[8] Πρβλ. κάποιες απόπειρες θεωρητικής θεμελίωσης του υβριδισμού και της ζωής σε ενδιάμεσους χώρους: στη μετααποικιακή συνθήκη (Bhabha, H., «Location, Intervention, Incommensurability: A conversation with Homi Bhabha», Emergences, 1989, 1 (1), pp. 63–88, Hannerz, U., «Theory in Anthropology: Small is Beautiful, the Problem of Complex Cultures», Comparative Studies in Society and History, 28 (2), 1986, pp. 362–67), για ανθρώπους που ζουν πάνω σε πολιτισμικά και εθνικά σύνορα (Anzaldua, G., Borderlands / La Frontera, The New Mestiza, Spinsters / Aunt Lute, San Francisco, 1987, σ. 3, Rosaldom R., «Politics, Patriarchs, and Laughter», Cultural Critique, 6, 1987, pp. 65–86. «Ideology, Place, and People without Culture», Cultural Anthropology, 3 (1), 1988, pp. 87–97. Culture and Truth: The Remaking of Social Analysis, Beacon Press, Boston Mass, 1989), για πρόσφυγες και εκτοπισμένους λαούς (Ghosh, A., The Shadow Lines, Viking, New York, 1989, Malkki, Lisa, «National Geographic: The Rooting of Peoples and the Territorialization of National Identity among Scholars and Refugees», Gupta, A. & Ferguson, G., Space, Identity and the Politics of Difference, Cultural Anthropology, 7 (1), 1992.
[9] Akhil Gupta & James Ferguson, «Πέρα από την κουλτούρα: Χώρος, ταυτότητα και η πολιτική της διαφοράς», όπ.π., σ. 95.
[10] Πρβλ. σχετικά White, Hayden, The Content of the Form: Narrative Discourse and Historical Representation, Baltimore, John Hopkins University Press, 1987, p. 14, La Capra, Dominick, History and Criticism, Ithaca and London, Cornell University Press, p. 42.
[11] Στέφανος Κωνσταντινίδης, «Η ταυτότητα της διασπορικής λογοτεχνίας», Δαμανάκης Μιχάλης & Μητροφάνης Γιάννης (επιμέλεια), Λογοτεχνία της Διασποράς και Διαπολιτισμικότητα, (Πρακτικά Διημερίδας, Ρέθυμνο 24-25 Οκτωβρίου 2003), Ε.ΔΙΑ.Μ.ΜΕ., σειρά «Ελληνόγλωσση Εκπαίδευση στη Διασπορά», Ρέθυμνο, 2004, σ. 18–23.
[12] Anzaldua, Gloria, Borderlands / La Frontera, The New Mestiza, Spinsters / Aunt Lute, San Francisco, 1987, σ. 3.
[13] Πρβλ. Akhil Gupta & James Ferguson, «Πέρα από την κουλτούρα: Χώρος, ταυτότητα και η πολιτική της διαφοράς», όπ.π., σ. 73.
[14] Στέφανος Κωνσταντινίδης, «Η ταυτότητα της διασπορικής λογοτεχνίας», Λογοτεχνία της Διασποράς και Διαπολιτισμικότητα, όπ.π., σ. 20.
[15] Hettlage, Robert, «Diaspora: Umrisse einer soziologischen theorie». In Österische Zeitschrift für Soziologie, H 3/1991, p. 5.
[16] Μιχάλης Δαμανάκης, «Ελληνικός πολιτισμός=ελλαδικός πολιτισμός;» Λογοτεχνία της Διασποράς και Διαπολιτισμικότητα, (Πρακτικά Διημερίδας, Ρέθυμνο 24-25 Οκτωβρίου 2003), Ε.ΔΙΑ.Μ.ΜΕ., σειρά «Ελληνόγλωσση Εκπαίδευση στη Διασπορά», Ρέθυμνο, 2004, σ. 12.
[17] Tölöyan, Khachig, «Rethinking Diaspora(s): Stateless Power in the Transnational Moment», Diaspora, 5 (1), 1996, p. 18
[18] Βασίλης Λαμπρόπουλος, «Μεθοριακή λογοτεχνία και κριτική», Σύγχρονη ελληνική πεζογραφία. Διεθνείς προσανατολισμοί και διασταυρώσεις, (επιμέλεια Α. Σπυροπούλου – Θ. Τσιμπούκη), Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2002, σ. 62.
[19] Πρβλ. Γιώργος Φρέρης, Εισαγωγή στη Γαλλοφωνία. Πανόραμα Γαλλόφωνων λογοτεχνιών (Βέλγιο, Ελβετία, Κεμπέκ, Καραϊβική, Μαύρη Αφρική, Μαγκρέμπ, Μέση Ανατολή, Ινδικός Ωκεανός, Ωκεανία, Ελλάδα), Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1999, σ. 317–34 και Georges Fréris, 1997, «La Littérature francophone grecque jadis et aujourd’hui», Επιστημονική Επετηρίδα του Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας του Α.Π.Θ., 3, (Β’ περ.), σ. 65–78 και «Gallofonia ou la Francophonie des Grecs», Desmos / Le Lien, Paris, Desmos / Le Lien, Paris, 2006, σ. 32–80. Olympia Antoniadou, «Parcours historique de la production littéraire francophone grecque», L'Amuse-Bouche, Université Yales, USA, Novembre 2009, p. 6–13.
[20] Στην παρούσα μελέτη θα ασχοληθούμε με το παράδειγμα τεσσάρων συγγραφέων, οι οποίοι αποτελούν χαρακτηριστικές περιπτώσεις και πληρούν όλα τα μεθοδολογικά κριτήρια που επιλέχθηκαν.
[21] Η πολυπολιτισμικότητα αναφέρεται στη συμβίωση και συνύπαρξη κοινοτήτων με διαφορετικούς πολιτισμούς και διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις. Πέρα από περιγραφική κατηγορία, η πολυπολιτισμικότητα αποτελεί και πολιτικό όρο που προσπαθεί να προσδιορίσει πολιτικά κοινωνίες με έντονη πολιτιστική ποικιλότητα. (Πρβλ. Βερνίκος Ν., Δασκαλοπούλου Σ., Πολυπολιτισμικότητα. Οι διαστάσεις της πολιτισμικής ταυτότητας, Αθήνα, Κριτική, 2002, σ. 37). Αντίθετα, ο διαπολιτισμός δεν αποτελεί περιγραφικό εργαλείο που αναφέρεται στην πολιτική οργάνωση, αλλά χαρακτηρίζει μια εξέλιξη σε επίπεδο ταυτοτήτων, υπερβαίνει τις διαφορές και καταφέρνει να περιγράψει τις αλληλοδιεισδύσεις και διασταυρώσεις των πολιτισμικών κωδίκων, προβάλλεται η έννοια του διαπολιτισμού. Πρβλ. Αγλαΐα Μπλιούμη, «Διαπολιτισμικά στοιχεία στη μεταναστευτική λογοτεχνία της Γερμανίας: Θεωρία και διαπολιτισμική πράξη», Λογοτεχνία της Διασποράς και Διαπολιτισμικότητα, όπ.π., σ. 82.
[22] Bhabha, Homi, «DissemiNation: Zit, narrative und die Ränder der modernen Nation», Bronfen, E., Marius B. (Hgrs.), Hybriden Kulturen. Beiträge zur anloamerikanischen Multikultulalismus Debatte. Tübingen, Stauffenberg, 1997, p. 149 κ.εξ.
[23] Stuart Hall, «Culture, Community, Nation», όπ.π., σ. 362
[24] Efstratia Oktapoda-Lu, «Diaspora grecque et francophonie aux XXe et XXIe siècles. Une littérature de la migration», στο Babel. Langages-Imaginaires-Civilisations. Regards culturels sur les phénomènes migratoires, Université du Sud Toulon-Var, Faculté des Lettres et Sciences humaines, no 11, 2004, σ. 72–73.
[25] Λύσανδρος Πράσινος, Ο Σομάλης, Αθήνα, Εστία, 1985.
[26] Ο Λύσανδρος Πράσινος γεννήθηκε στα Ταταύλα της Κωνσταντινούπολης το 1888, από τον Αλέξανδρο Πράσινο και την Αρετή Κουρτόγλου. Το 1905 αποφοίτησε από το Λύκειο Χατζηχρήστου και σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Το 1910 άνοιξε δικηγορικό γραφείο στην Πόλη, το οποίο λειτούργησε ως το 1914. Έκτοτε ο Πράσινος εργάστηκε ως καθηγητής γαλλικών και γαλλικής λογοτεχνίας στο Εθνικό Ελληνογαλλικό Λύκειο της Πόλης. Το 1915 παντρεύτηκε την ιταλοελληνικής καταγωγής Βικτορίν Μάσιμο. Απέκτησαν δύο παιδιά, τον Μάριο (1916) και την Gisele (1920), γνωστή στα γαλλικά γράμματα για το λογοτεχνικό της έργο. Από το 1918 ο Πράσινος εξέδιδε τον Λόγο. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Ναντέρ (Nanterre), προάστιο του Παρισιού. Πέθανε στις 18 Φεβρουαρίου του 1936, εννιά χρόνια μετά το θάνατο της γυναίκας του (1927). Το έργο του Σομάλη, γραμμένο το 1932, δημοσιεύθηκε στα Νεοελληνικά Γράμματα το 1938 (Ιούνιος-Δεκέμβριος) και απέσπασε το Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος το 1960. Πρβλ. Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας , Αθήνα, Χάρης Πάτσης, 1968, τομ. 11.
[27] Λύσανδρος Πράσινος, Ο Σομάλης, όπ.π., σ. 76.
[28] Michel Foucault, «Of Other Spaces», Diacritics, Spring 1986, p. 25.
[29] Edward Soja, Postmodern Geographies: The Reassertion of Space in Critical Theory, New York, Verso, 1988, p. 17.
[30] Λύσανδρος Πράσινος, όπ.π., σ. 113.
[31] Βλ. Malkki, Lisa, «National Geographic: The Rooting of Peoples and the Territorialization of National Identity among Scholars and Refugees» in Gupta, A. & Ferguson, G., Space, Identity and the Politics of Difference, Cultural Anthropology, 7 (1), 1992.
[32] Λύσανδρος Πράσινος, όπ.π., σ. 116–17.
[33] Said, Edward, «The Mind of Winter: Reflections on Life in Exile», Harper, September 1984, p. 51.
[34] Γιώργος Καλογεράς, Εθνοτικές γεωγραφίες. Κοινωνικο-πολιτισμικές ταυτίσεις μιας μετανάστευσης, Αθήνα, Κατάρτι, 2007, σ. 143.
[35] Ιδ., σ. 173.
[36] Οι 140 υπότροφοι – γλύπτες, ζωγράφοι, αρχιτέκτονες, ιστορικοί, αρχαιολόγοι, πολιτικοί επιστήμονες, μηχανικοί, γιατροί, χημικοί, μετεωρολόγοι – ταξίδευαν ανύποπτοι για τις θρυλικές διαστάσεις που θ' αποκτούσε η φυγή τους στο κεφάλαιο «μετανάστευση» της μεταπολεμικής μας ιστορίας, χάρη στην ακτινοβολία εκείνων που ρίζωσαν τελικά στον ξένο τόπο και μεγαλούργησαν. Ανάμεσά τους, τρεις νεαροί που έμελλαν να εξελιχθούν στους σημαντικότερους Έλληνες φιλοσόφους του 20ού αιώνα, οι Κορνήλιος Καστοριάδης, Κώστας Παπαϊωάννου και Κώστας Αξελός. Ο βαριά τραυματισμένος στα Δεκεμβριανά Γιάννης Ξενάκης, αν και υπότροφος, θα τους συναντούσε στη γαλλική πρωτεύουσα, αργότερα. Ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος, όμως, αρχιτέκτονες όπως ο Αριστομένης Προβελέγγιος κι ο Γιάννης Κανδύλης, οι γλύπτες Μέμος Μακρής και Κώστας Κουλεντιανός, η ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου, ο μαέστρος Δημήτρης Χωραφάς, οι συγγραφείς Μιμίκα Κρανάκη και Αντρέας Κέδρος, ο ζωγράφος Ντίκος Βυζάντιος κι ο σκηνοθέτης Μάνος Ζαχαρίας, μοιράστηκαν την εμπειρία.
[37] Μιμίκα Κρανάκη, «Ματαρόα» σε δυο φωνές. Σελίδες ξενητιάς, Αθήνα, Εκδόσεις του Μουσείου Μπενάκη, συλλογή «Μαρτυρίες», 2007, σ. 13.
[38] Μιμίκα Κρανάκη, Φιλέλληνες, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, 1998, σ. 17.
[39] Η Μιμίκα (Δήμητρα) Κρανάκη γεννήθηκε στη Λαμία το 1920 και σπούδασε Νομική και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τον Δεκέμβριο του 1945 έφυγε για τη Γαλλία μαζί με τους άλλους υποτρόφους του Γαλλικού κράτους, με το πλοίο «Ματαρόα». Εκεί εργάστηκε αρχικά στο C.N.R.S. και, μετά την εκπόνηση της διδακτορικής της διατριβής (1967), δίδαξε επί είκοσι χρόνια γερμανική φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο Paris I (Nanterre). Κυριότερα έργα της είναι: Α. ελληνικά: από τις εκδόσεις Εστία: Contre- Temps (μυθιστόρημα, 1947), Διαβάζοντας τον Φρόυντ (μελέτη, 1986). Από τις εκδόσεις Ίκαρος: Τσίρκο (νουβέλες, 1950), Φιλέλληνες (μυθιστόρημα, 1992), Αυτοβιογραφία (απομνημόνευμα, 2004), Ετερογραφία (συλλογή άρθρων, 2005). Β. Γαλλικά: από τις εκδόσεις Seuil: Grèce (1955), Iles grecques (1978). Από τις εκδόσεις La guilde du livre (Λωζάννη): Iles grecques (1956), Méditerrané e (1957), Grèce Byzantine (1962). Γ. Μεταφράσεις: Chrysothé mis του Γιάννη Ρίτσου (εκδ. Les Lettres Nouvelles, Παρίσι, 1973), H. Marcuse, L ’Ontologiede Hegel (εκδ. Minuit, Παρίσι, 1973).
[40] Οι Σελίδες ξενητιάς της Μιμίκας Κρανάκη πρωτοείδαν το φως, σε γαλλική μορφή, στο περιοδικό του Ζαν Πωλ Σαρτρ Les Temps Modernes, τον Αύγουστο του 1950. Πρόσφατα το κείμενο, σε μετάφραση της συγγραφέως, συμπεριελήφθη στο αφιέρωμα του περιοδικού Νέα Κοινωνιολογία, με τίτλο «Η ελληνική διανόηση στο Παρίσι» (τχ. 43, χειμώνας 2006-2007). Η παρούσα δίγλωσση έκδοση, εμπλουτισμένη με φωτογραφικό υλικό, αναπαράγει τις δύο εκδιδόμενες μορφές του κειμένου.
[41] Μιμίκα Κρανάκη, Φιλέλληνες, όπ.π., σ. 15 και σ. 17.
[42] Treibel, Annette, « Transformationen des Wir-Gefühls. Nationale und ethnische Zugehörigkeiten in Deutschland”. In Blomert, R., Kuzmics, H., Treibel A., (Hrsg.), Transformationen des Wir-Gefühls. Studien zum nationalen habitus, Frankfurt, Suhrkamp, 1993, σ. 324.
[43] Μιμίκα Κρανάκη, «Ματαρόα» σε δυο φωνές. Σελίδες ξενητιάς, όπ.π., σ. 19.
[44] Clifford, James, «On Ethnographic Allegory», in Clifford J., & Marcus G. (ed.), Writing Culture: The Poetics and Politics of Ethnography, University of California Press, Berkeley, 1988, p. 275.
[45] Said, E., όπ.π., σ. 18.
[46] Μιμίκα Κρανάκη, «Ματαρόα» σε δυο φωνές. Σελίδες ξενητιάς, όπ.π., σ. 27.
[47] Akhil Gupta & James Ferguson, όπ.π., p. 78.
[48] Μιμίκα Κρανάκη, «Ματαρόα» σε δυο φωνές. Σελίδες ξενητιάς, όπ.π., σ. 57.
[49] Ιδ., σ. 53.
[50] Ιδ., σ. 59–60.
[51] Ιδ., σ. 43–45.
[52] Ιδ., σ. 47.
[53] Πρβλ. Ioanna-Cristina Chilea, «Nancy Huston entre la perte du nord et la réconciliation avec soi», Actes du Colloque Mythe et mondialisation. L’exil dans les littératures francophones (9-10 septembre 2005), Suceava, Editions Universitaires de Suceava, p. 26.
[54] Μιμίκα Κρανάκη, «Ματαρόα» σε δυο φωνές. Σελίδες ξενητιάς, όπ.π., σ. 61.
[55] Baltes-Löhr, «Dekonstruktivistische Analyse der Begriffe_Identität”-_Migration”-_Raum”», Renate von bardeleben / Patricia Plummer (Hgrs.), Perpectiven der Frauenforschung: ausgewählte Beiträge der 1.Fachtagung frauen-, Gender-Froschung in Rheinland-Pfalz. Tübingen, Stauffenburg, 1998, 86 k. e.
[56] Jacqueline Arnaud, «Exil, errance, voyage dans L’exil et le désarroi de Nabile Fares, Une vie, un rêve, un peuple toujours errants de Mohammed Khair Eddine et Talismano d’Abdelwahab Meddeb», Exil et littérature, op.cit., p. 55.
[57] Η μετανάστευση συνδέεται συχνά -χωρίς να την αναφέρει ευθέως- με την εξορία, την ξενιτιά, την αυτοεξορία και θεωρεί όλα αυτά τα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα ως συνιστώσες της ευρύτερης έννοιας της διασποράς. Στις μέρες μας, ο όρος διασπορά έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως για να περιγράψει κάθε είδους μετακίνηση εθνοτικών και εθνικών ομάδων. Πρβλ. Schnapper, Dominique, «From the Nation-State to the Transnational World: On the Meaning and Usefulness of Diaspora as a Concept», Diaspora 8 (3), 1999, σ. 225–54, Floya Anthias, «Evaluating Diaspora: Beyond Ethnicity?», Sociology, 32 (3), 1998, pp. 557–80, Tölöyan, Khachig, «Rethinking Diaspora(s): Stateless Power in the Transnational Moment”, Diaspora, 5 (1), 1996, pp. 3–30.
[58] Λαμπρόπουλος, όπ.π., σ. 68.
[59] Avtar Brah, «Diaspora Border and Transnational Identities», Cartographies of Diaspora Contesting Identities, Routledge, p. 193.
[60] Μαργαρίτα Λυμπεράκη, Διασπορά, Καστανιώτης, Αθήνα, 1999, σ. 31.
[61] Ιδ., σ. 16.
[62] Ιδ.,σ. 14.
[63] Ιδ., σ. 24.
[64] Ιδ., σ. 49.
[65] Ιδ., σ. 62.
[66] Ιδ., σ. 119.
[67] Ιδ., σ. 102.
[68] Οικονόμου-Αγοραστού, Εισαγωγή στη Συγκριτική Στερεοτυπολογία των εθνικών χαρακτηριστικών στη λογοτεχνία , Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1992, σ. 84.
[69] Όπ.π., σ. 84.
[70] Μαργαρίτα Λυμπεράκη, όπ.π., σ. 79.
[71] Ιδ., σ. 79.
[72] Ιδ., σ. 119.
[73] Ιδ., σ. 149.
[74] Άρης Φακίνος, Ο Άνθρωπος που τάιζε τα περιστέρια (μυθιστόρημα), Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1984 (τέταρτη έκδοση).
[75] Ο Άρης Φακίνος, που γεννήθηκε στο Μαρούσι το 1935, σπούδασε στην Αθήνα και τη Λοζάνη, δίδαξε στο Γαλλικό Ινστιτούτο, δημοσίευσε το πρώτο μυθιστόρημά του το 1964. Ήταν το Εκέκραξα που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Φέξη. Τον Μάη του 1967 θα καταφύγει στο Παρίσι και θα δουλέψει στην ελληνική εκπομπή «Εδώ Παρίσι» της Γαλλικής Ραδιοφωνίας. Το 1969 δημοσιεύει στις εκδόσεις «Seuil» τη Μαύρη Βίβλο της δικτατορίας στην Ελλάδα . Από τον ίδιο εκδοτικό οίκο θα κυκλοφορήσει το μυθιστόρημά του Οι τελευταίοι βάρβαροι. Θ’ ακολουθήσουν η Επιτηρούμενη Ζώνη (1972), οι Παράνομοι (1976), ο Άνθρωπος που τάιζε τα περιστέρια (1980), η Αθήνα (1980), η Ιστορία μιας χαμένης γης.
[76] Άρης Φακίνος, όπ.π, σ. 196.
[77] Ιδ., σ. 12.
[78] Ιδ., σ. 168.
[79] Άρης Φακίνος, «Η γλώσσα μας κινδυνεύει!» (συνέντευξη στον Νίκο Λαγκαδινό), Εξόρμηση, 16-17/7/1983, http://dytikosanemos.blogspot.com/2008/01/blog-post_28.html.
[80] Βενετία Μπαλτά, «Εκπατρισμός, ετερότητα και αναζήτηση ταυτότητας σε κείμενα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας της διασποράς στη Γαλλία», Ρούλα Τσοκαλίδου, Μαρίτα Παπαρούση (επιμέλεια), Θέματα ταυτότητας στην ελληνική διασπορά. Γλώσσα και λογοτεχνία, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2005, σ. 195–96.
[81] Άρης Φακίνος, Ο Άνθρωπος που τάιζε τα περιστέρια, όπ.π., σ. 49.
[82] Αγλαΐα Μπλιούμη, «Διαπολιτισμικά στοιχεία στη μεταναστευτική λογοτεχνία της Γερμανίας: Θεωρία και διαπολιτισμική πράξη», όπ.π., σ. 81.
[83] Άρης Φακίνος, Ο Άνθρωπος που τάιζε τα περιστέρια, όπ.π., σ. 49-50.
[84] Ίδ., σ. 48.
[85] Άρης Φακίνος, Τα παιδιά του Οδυσσέα(μυθιστόρημα), Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1989.
[86] Ιδ., σ. 236.
[87] Ιδ., σ. 171.
[88] Ιδ., σ. 50.
[89] Άρης Φακίνος, Τα παιδιά του Οδυσσέα, όπ.π., σ. 84.
[90] Πρβλ. Αγλαΐα Μπλιούμη, «Οι σχέσεις λογοτεχνίας και εθνικής ταυτότητας μέσω της πρόσληψης μεταναστευτικών κειμένων στη Γερμανία», Δια-Κείμενα, nο. 10, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Εργαστηρίου Συγκριτικής Γραμματολογίας, σ. 32.
[91] Βενετία Αποστολίδου, «Λογοτεχνία και Ιδεολογία: το ζήτημα των αξιών κατά τη διδασκαλία της λογοτεχνίας», Βενετία Αποστολίδου-Ελένη Χοντολίδου, Λογοτεχνία και Εκπαίδευση, Αθήνα, εκδ. τυπωθήτω-Δαρδάνος, Αθήνα, 1999, σ. 335–47.
[92] Ελκε Στουρμ-Τριγωνάκη, «Επικοινωνία και άρνηση επικοινωνίας σε υβριδικά κείμενα», Δια-κείμενα, nο 10, όπ.π., σ. 13.
[93] Για τον ορισμό της ελληνικότητας, πρβλ. Μιχάλης Δαμανάκης, «Ελληνικός πολιτισμός =ελλαδικός πολιτισμός;», Λογοτεχνία της Διασποράς και Διαπολιτισμικότητα, όπ.π., σ. 13–14.