ISSN:

Chelly Wilson—Ένας ελληνικός μύθος στην Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’70: Μια ξεχασμένη φιγούρα από τον χώρο του πολιτισμού και της επιχειρηματικότητας

Chelly Wilson—A Greek Legend of 1970s New York: A Forgotten Business and Cultural Figure*

Χρήστος Αστερίου

Γεννημένη τα Χριστούγεννα του 1908 ως πρωτότοκη κόρη μιας οικογένειας Εβραίων Σεφαραδιτών η Rachel Serrero παρέμενε μέχρι πρόσφατα παντελώς άγνωστη ακόμα και σε βαθείς γνώστες του εβραϊσμού της Θεσσαλονίκης παρότι η ζωή της υπήρξε άκρως μυθιστορηματική. Η σχετικά πρώιμη φυγή της από την πόλη και η απόφασή της να μην επιστρέψει ποτέ στους τόπους της παιδικής της ηλικίας ίσως συνετέλεσαν σ’ αυτή την εξέλιξη. Όλες οι μαρτυρίες, τα ντοκουμέντα και οι πληροφορίες που συλλέχθηκαν στα πλαίσια της προετοιμασίας του ντοκιμαντέρ Queen of the Deuce της Valerie Kontakos (Ελλάδα/Καναδάς 2022) για το οποίο δούλεψα ως σεναριογράφος και ερευνητής κάνουν λόγο για μια larger-than-life persona ήδη από τα χρόνια της παιδικής της ηλικίας: η Rachel περιγράφεται ως ένα tomboy που πρωταγωνιστεί στις θεατρικές παραστάσεις του γαλλικού σχολείου Θεσσαλονίκης και πρωτοστατεί στα μαθήματα βιολιού. Είναι προφανές ότι η οικογένεια του μικρέμπορου Serrero καίτοι ανήκε στην μεσαία τάξη των ντόπιων Εβραίων έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να δώσει τα καλύτερα δυνατά εφόδια ζωής στην καλλιτεχνικά ανήσυχη Rachel που μιλάει γαλλικά (λόγω σχολείου), ισπανικά (λόγω καταγωγής) και ελληνικά τα οποία μαθαίνει εμπειρικά στους δρόμους της πόλης. Η Rachel μεγαλώνει σε μια πολυπολιτισμική πόλη της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αναζητώντας πνευματική τροφή στους κινηματογράφους και στα θέατρα. Προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στον συντηρητισμό του εβραϊκού περιβάλλοντος και στην προσωπική ανάγκη χειραφέτησης, τρέφοντας απεριόριστο σεβασμό στον πατέρα της αλλά θέλοντας παράλληλα την ίδια στιγμή να ανοίξει τα φτερά της, συναινεί σ’ ένα γάμο που θα αποδειχθεί καταστροφικός. Στην Αθήνα όπου μετακομίζει εγκαταλείποντας για τα καλά την πατρική εστία η Rachel γίνεται γρήγορα γνωστή ως Chelly στους κοσμικούς κύκλους του αθηναϊκού μεσοπολέμου και αποδεικνύεται εξαιρετικά ταλαντούχα στο networking χαρτοπαίζοντας με ηθοποιούς και μέλη της κοσμικής κοινωνίας, μεταξύ άλλων και με τον δήμαρχο της πρωτεύουσας, Κώστα Κοτζιά. Πληροφορημένη για τις προθέσεις των Γερμανών που εισβάλλουν στην Πολωνία τον Οκτώβριο του 1939 αποφασίζει να εγκαταλείψει την χώρα και μεταναστεύει, χωρίς να γνωρίζει αγγλικά, στην Νέα Υόρκη με το τελευταίο καράβι πριν κλείσει, λόγω πολέμου, η γραμμή που ενώνει τον Πειραιά με το αμερικανικό λιμάνι. Παρότι αναγκασμένη να επιβιώνει πουλώντας φυστίκια και κόκα κόλες σ’ ένα μικρό stand επί της Dyckman street, η δαιμόνια Θεσσαλονικιά δεν ξεχνά ούτε την καταγωγή της ούτε τις καλλιτεχνικές της ανησυχίες. Εκμεταλλευόμενη προφανώς τις αθηναϊκές της γνωριμίες καταφέρνει να προμηθευτεί μια σειρά newsreel από τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα και να τα μοντάρει σε μια υποτυπώδη ταινία με τίτλο Greece on the march. Οι προβολές της ταινίας αυτής θα την φέρουν κοντά στους Έλληνες της μητρόπολης. Είναι φανερό πως το Greece on the march αποτελεί μια προσπάθεια της Chelly να διαδραματίσει έναν ρόλο εντός της ελληνικής κοινότητας αλλά θα χρειαστεί μια ολόκληρη δεκαετία μέχρι την πραγματική καθιέρωση της ως σημαντικού πόλου όχι μόνο για τους Έλληνες της πόλης αλλά και για την Νέα Υόρκη γενικότερα. Αυτό θα συμβεί με την ενοικίαση του Squire, του πρώτου της κινηματογράφου, που θα μετονομασθεί αργότερα σε Cameo. Εκεί αρχίζουν να προβάλλονται τις Κυριακές ελληνικές ταινίες της εποχής ενώ η Chelly (που λόγω του δεύτερου συζύγου της ονομάζεται πλέον Wilson) γίνεται αντιπρόσωπος της Φίνος Φιλμ στην Αμερική. Οι Έλληνες της Αστόρια καθιερώνουν το Cameo ως ένα σημείο συνάντησης και τόπο ελληνικής διασκέδασης. Ο κινηματογράφος βρισκόταν στους 44 δρόμους όταν η 8η λεωφόρος ήταν γεμάτη από ελληνικά καφενεία, εμπορικά καταστήματα και εστιατόρια όπως το «Πάνθεον». Έλληνες της Αστόρια θυμούνται τις ραδιοφωνικές διαφημίσεις για τις προβολές της Κυριακής που περιλάμβαναν δύο ταινίες (ένα δράμα και μια κωμωδία). Όταν στα μέσα της δεκαετίας του 60 συμβαίνει η έκρηξη της πορνογραφίας, αρχικά με το softcore και πολύ γρήγορα με το hardcore, το ενδιαφέρον της Chelly μετατοπίζεται από το ελληνικό σινεμά στο νέο είδος που αποδεικνύεται εξαιρετικά προσοδοφόρο. Για πρώτη φορά στην ζωή της η Ελληνίδα Εβραία αρχίζει να προσπορίζεται μεγάλα ποσά και να εξαπλώνεται επιχειρηματικά ενοικιάζοντας μια σειρά κινηματογράφους στο Μανχάταν οι οποίοι προβάλλουν όλοι αποκλειστικά πορνό. Επεκτείνει παράλληλα τον ήδη μεγάλο κύκλο των γνωριμιών της βοηθώντας Έλληνες να περάσουν από την παρανομία στην αμερικανική κανονικότητα φροντίζοντας για την έκδοση πράσινων καρτών ή για οποιοδήποτε άλλο γραφειοκρατικό ζήτημα που τους προκύπτει. Όσοι ευεργετούνται από εκείνη γίνονται οι άνθρωποί της σε διάφορα πόστα, μικρά ή μεγάλα, σημαντικά ή λιγότερο σημαντικά. Το σπίτι-γραφείο της, ακριβώς πάνω από τον κινηματογράφο Venus, γίνεται ένα κέντρο διερχομένων όπου δέχεται κάθε λογής αιτήματα, συζητά με γνωστούς και αγνώστους, κανονίζει δουλειές κάθε είδους, προσφέρει διανυκτέρευση σε περαστικούς. Στα τέλη της δεκαετίας του 60 η Chelly Wilson αποφασίζει να ανοίξει μια μικρή μπουάτ που σκοπό είχε να στεγάσει την τραγουδίστρια και ερωμένη της Νόνη Κανταράκη η οποία είχε μόλις απολυθεί από κάποιο ελληνικό μαγαζί λαϊκής μουσικής στο Manhattan. Εν τέλει εγκαινιάζει ένα εστιατόριο πρώτης γραμμής, το Mykonos, στους 44 δρόμους, ανάμεσα στην 8η και στην 7η λεωφόρους. Στην χρυσή πενταετία που θα ακολουθήσει το εστιατόριο θα γίνει ένα hub της υψηλής κοινωνίας απ’ όπου θα περάσει ο Αριστοτέλης Ωνάσης με την Τζάκι Κένεντι αλλά και ηθοποιοί του Broadway καθώς και κορυφαίοι Έλληνες ηθοποιοί όπως η Μελίνα Μερκούρη ή ο Νίκος Κούρκουλος. Κανείς δεν φαίνεται να ενοχλείται από την παράλληλη δραστηριότητα της Chelly στον κόσμο της πορνογραφίας. Με την εμφάνιση των βιντεοταινιών και την άνοδο του Τζουλιάνι στον δημαρχιακό θώκο η περιοχή «καθαρίζεται» και ό,τι καθόρισε την «βρώμικη» δεκαετία του 70 σύντομα περνάει στην ιστορία. Η χαρακτηριστική μορφή της Chelly Wilson ξεχνιέται. Μετά τον θάνατό της το 1994 το όνομά της βρίσκεται μόνο σε κάποια websites που ειδικεύονται στην ιστορία της πορνογραφίας με ελάχιστες αναφορές στις δραστηριότητες της. Η ύπαρξη του Mykonos, ενός από τα διασημότερα ελληνικά εστιατόρια στη Νέα Υόρκη παρέμενε ως πρόσφατα εντελώς άγνωστη. Είναι, ωστόσο, αναμφίβολο ότι στην περίπτωσή της Chelly Wilson έχουμε να κάνουμε με μια σημαντική και μέχρι πρότινος ξεχασμένη προσωπικότητα της ελληνοαμερικανικής κοινότητας που άφησε το στίγμα της τόσο στην ιστορία της αμερικανικής πορνογραφίας όσο και του ελληνικού κινηματογράφου στην Αμερική γενικότερα.

Χρήστος Αστερίου (Christos Asteriou) is an author and translator. He worked as a co-writer and researcher on the documentary Queen of the Deuce (Exile Films / Storyline Entertainment, 2022). Little Empires: A Farewell, Muratti is his latest book.

Σημειώσεις

* Για πλούσιο υλικό περί της ζωής της Chelly Wilson και της παρουσίασής της στο ντοκιμαντέρ Queen of the Deuce της Valerie Kontakos (2022) δείτε εδώ.

** To “Deuce” αναφέρεται στο κινηματογραφικό κέντρο στο Μανχάταν το οποίο από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1980 που ήταν στις δόξες του εκτεινόταν από την 42 οδό μέχρι το θρυλικό Times Square. To σύντομο “‘It Came From 42nd Street’–A look back at the ‘Deuce’” μας μεταφέρει σε εκείνη την εποχή.