ISSN:

Λαϊκισμός, Ρατσισμός, και Κοινότητες: Η Περίπτωση του Αυστραλού Πρωθυπουργού και η Επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη

Δρ. Γιώργος Βασιλακόπουλος

Δρ. Τούλα Νικολακοπούλου

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, εκτός της συμμετοχής του στις επετειακές εκδηλώσεις για να τιμήσει τα εκατό χρόνια της Αρχιεπισκοπής στην Πέμπτη ήπειρο (1924-2024), επισκέφτηκε την Αυστραλία και για άλλους λόγους. Ένας από τους πλέον σημαντικούς ήταν να επικυρώσει, με την στάση του και τα λεγόμενά του, μπροστά στις παροικιακές ηγεσίες και τις πολιτικές ελίτ του Αυστραλιανού κράτους, κάτι το οποίο είχε ήδη ανακοινώσει ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος πριν μερικούς μήνες. Πιό συγκεκριμένα, σε εκδήλωση στο κοινοπολιτειακό κοινοβούλιο για να εορταστούν το κλείσιμο ενός αιώνα παρουσίας της Ορθόδοξης εκκλησίας στην Αυστραλία και τα 203 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ο Αρχιεπίσκοπος πρόβαλε το ενοριακό σύστημα εκκλησιαστικής διοίκησης των παροικιών μας ως τον μόνο παναυστραλιανό θεσμό των Ελληνοαυστραλών, ταυτόχρονα προβάλοντας τον εαυτόν του ως τον θρησκευτικό, πολιτισμικό, και πολιτικό ηγέτη μας. Ενωπίων του πρωθυπουργού και των διπλωματών της Ελλάδας, ο Αρχιεπίσκοπος έκανε έμμεσα, με αναμφισβήτητη όμως σαφήνια, γνωστό στις πολιτικές ηγεσίες της χώρας μας, και στις παριστάμενες κοινοτικές ηγεσίες, ότι ο ελληνικός κοινοτισμός στην Αυστραλία είναι πλέον πολιτικά νεκρός. Προφανώς από την σκοπιά της εκκλησίας οι κοινότητες ήταν μία ιστορική ιδιομορφία στην ιστορία των παροικιών η οποία έχει ουσιαστικά εξαντληθεί, παραδίδοντας έτσι εξ ολοκλήρου την ευθύνη για το παρόν και το μέλλον των Ελληνοαυστραλών στην Αρχιεπισκοπή.

Μία από τις αποστολές του Οικουμενικού Πατριάρχη ήταν να ῾ψάλει᾽, με πολιτικά ῾ευγενικό᾽ τρόπο, δηλαδή σιωπηρά δια της απουσίας του, την νεκρώσιμη ακολουθία του ελληνοαυστραλιανού κοινοτισμού, και έτσι να ακυρώσει μια για πάντα το ιστορικό του κύρος. Το επιχείρησε και το κατάφερε χωρίς καμία αντίσταση από τις ίδιες τις κοινότητες. Παρόλο που, από την δεκαετία του 1890 μέχρι τουλάχιστον και το 1960, οι κοινότητες λειτουργούσαν ως τα κύρια πανελλήνια κέντρα οργάνωσης και αυτογνωσίας των παροικιών, τα οποία κατόρθωσαν να διατηρούν τα ήθη, έθιμα, και τη γλώσσα των Ελλήνων της Αυστραλίας, ο Πατριάρχης δεν επισκέφτηκε τους ιστορικούς οργανισμούς μας όπως άλλωστε δεν τίμησε με την παρουσία του τις ιστορικές μας κοινοτικές εκκλησίες (Αγία Τριάδα, Ευαγγελισμό), τα κύρια δηλαδή σύμβολα της συλλογικής μας παρουσίας στην πέμπτη ήπειρο. Προφανώς θα ανησύχησε ότι αν επιχειρούσε μια τέτοια επίσκεψη τιμής, μνήμης, και σεβασμού θα εκλαμβανόταν ως συμβολική αναγνώριση του παροικιακού δημοκρατικού ήθους μας ως το ήθος που ενέπνευσε από την αρχή την αυτόνομη δημιουργία και διατήρηση των παροικιών σε όλη τους την πολιτική, πολιτισμική, και θρησκευτική πολυπλοκότητα και δυναμική. Το αποτέλεσμα βέβαια της μη επίσκεψης ήταν η σιωπηρή, δια της απουσίας του Πατριάρχη, ῾ακύρωση᾽ των κοινοτήτων και του έργου τους, ακύρωση δηλαδή της συλλογικής μας μνήμης.

Η εκκωφαντική αυτή σιωπή δημιουργεί την εντύπωση ότι για το Πατριαρχείο, προφανώς για θεολογικούς λόγους από την εκκλησιαστική σκοπιά του, η παροικιακή μας ιστορία, στην ουσία της, αρχίζει όταν καταφτάνει στην Αυστραλία ο πρώτος Μητροπολίτης, ο Χριστόφορος Κνίτης, το 1924 γιατί ήταν τότε και μόνο τότε, που ο κληρικός αυτός μας μετέφερε από μέρους του Πατριάρχη την υποτιθέμενη «αλήθεια μας», την οποία εμπεδώνει, διαιωνίζει, και προστατεύει για έναν αιώνα τώρα η Αρχιεπισκοπή. Και ποιά ήταν και είναι αυτή η εκκλησιαστική αλήθεια σύμφωνα με την οποία οι ιστορικές και δημοκρατικές κοινότητες υπήρξαν μια προσωρινή λυση επιβίωσης, και τίποτα παραπάνω, αμνών άνευ ποιμένος; Είναι το ότι, ως μετανάστες σε ξένη χώρα, έχουμε διπλή υπόσταση: την συλλογική εκκλησιαστική/θρησκευτική μας λειτουργία ως μέλη των παροικιών, και την ατομική/πολιτική μας σχέση ως πολίτες με το Αυστραλιανό κράτος. Και αυτό γιατί, από την σκοπιά του Πατριαρχείου, είμαστε ταυτόχρονα, αλλά ξεχωριστά, «Ρωμιοί» και «Έλληνες». Για το Πατριαρχείο, και κατ' επέκταση για την Αρχιεπισκοπή, συλλογικά ως παροικία, είμαστε στην ουσία μας η θρησκευτικά οριζόμενη ομάδα των Ρωμιών με τις ρίζες μας στο ένδοξο Βυζάντιο και στο «ρουμ μιλλέτ» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είμαστε δηλαδή ορθόδοξοι χριστιανοί σε μια ξένη χώρα, και ως εκ τούτου, μέλη της προστάτιδος κανονικής και καθολικής εκκλησίας μας, με ηγέτη μας τον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο. Παράλληλα, ως φορολογούμενοι πολίτες με ψήφο και ατομικά δικαιώματα, μέλη μιας δημοκρατικής και πολυεθνικής χώρας στην οποία λειτουργεί ο αυστηρός διαχωρισμός κράτους και θρησκείας, είμαστε ιδιώτες Ελληνικής καταγωγής, οι οποίοι τυχαίνει να είναι και οι ιστορικοί φορείς των ιδεωδών της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας. Εδώ αγγίζουμε την παράδοξη λογική του εκκλησιαστικού διπολισμού Ρωμιός/Έλληνας. Ενώ στην δημοκρατική και πλουραλιστική Αυστραλία λειτουργούμε και σκεφτόμαστε ως αυτόνομα άτομα ελληνικής καταγωγής, ως χριστιανική ομάδα Ρωμιών δεν χρειαζόμαστε την δημοκρατική αρχή συλλογικού καθορισμού ταυτότητας ή, ακριβέστερα, ταυτοτήτων, μια κα είμαστε οριστικά καθορισμένοι από τις μονοδιάστατες ενοριακές επιβολές της Αρχιεπισκοπής και της εκκλησιαστικής της αλήθειας. Δηλαδή για μας τους παροικιακούς Ρωμιούς δεν έχει νόημα ο πολιτισμικός και θρησκευτικός πλουραλισμός του εν δυνάμει Ελληνικού κοινοτισμού μας μια και πυρήνας της συλλογικής μας συνύπαρξης και αλήθειας είναι, όχι η δημοκρατική μας συγγρότηση και αρχαία καταγωγή, αλλά το θρησκευτικό μας «είναι» όπως το εκφράζουν τα δόγματα και οι οργανωτικές δομές της εκκλησίας. Η αρχή λοιπόν του δημοκρατικού πλουραλισμού, θρησκευτικού και πολιτισμικού, με την ελληνική καταγωγή της, την οποία εξήρε ο Πατριάρχης ως καθοριστικό στοιχείο της αυστραλιανής κοινωνίας, και η οποία αρχή επιτρέπει και προστατεύει την ύπαρξη και λειτουργία των μεταναστευτικών παροικιών και της ίδιας της Αρχιεπισκοπής, δεν ισχύει, σύμφωνα με την εκκλησία, για την λειτουργία των παροικιών των Ρωμιών. Οι παροικίες είναι μονοδιάστατες θρησκευτικές μονάδες, συσπειρωμένες γύρω από τις ενορίες.

Αυτή η λογική βέβαια, σε ένα επίπεδο, φαντάζει ως ένα άνοστο αστείο, ανάξιας λόγου. Μετά από τόσους, πράγματι σπουδαίους, αγώνες των Ελλήνων για τα δικαιώματα των μεταναστών και την ενίσχυση της δημοκρατίας στις παροικίες μας ως αναπόσπαστο στοιχείο της Ελληνικής ταυτότητας, το να προβάλλει ο Αρχιεπίσκοπος (και ο Πατριάρχης) τις παροικίες ως τη μόνη δυτικοευρωπαϊκή ομάδα στην πολυεθνική Αυστραλία με αντιπρόσωπό της έναν θρησκευτικό ηγέτη, μόνο ως ανέκδοτο, η ως κακόγουστη γελοιογραφία, μπορεί να το εκλάβει κάποιος.

Σε ένα άλλο όμως επίπεδο, πέρα από τις φαντασιώσεις της εκκλησίας, τις οποίες στηρίζει και νομιμοποιεί το ελληνικό κράτος, έχουμε να αντιμετωπίσουμε κάτι ιδιαίτερα βαρυσήμαντο και ανησυχητικό το οποίο αναιρεί την ίδια την ιστορία μας. Εδώ έχουμε να κάνουμε, από τη μία μεριά με την αναβίωση τάσεων της Λευκής Αυστραλίας από μέρους του Αυστραλιανού κράτος, και από την άλλη με την παντελή έλλειψη θέλησης αντίστασης εκ μέρους των σημερινών ηγεσιών των κεντρικών κοινοτήτων οι οποίες αποδεικνύονται ανίκανες να υπερασπίσουν τα στοιχειώδη ιστορικά δικαιώματα του κοινοτικού θεσμού από τις επιθέσεις της Αρχιεπισκοπής. Όσον αφορά το Αυστραλιανό κράτος αυτή την πολιτική παραμόρφωση των παροικιών και την διαστρέβλωση της ιστορίας μας, από την Αρχιεπισκοπή, από πλουραλιστικές και πολυφωνικές κοινοτικές οντότητες σε μία ενιαία θρησκευτική ομάδα, φαίνεται ότι την έχει υιοθετήσει και η πολιτική ελίτ της χώρας μας. Αναφερόμαστε στην λαϊκίστικη επιμονή του Αυστραλού πρωθυπουργού να μας κολακεύει ως πετυχημένη ομάδα μεταναστών με το να προβάλει, σε κάθε ευκαιρία, τον Αρχιεπίσκοπο ως αντιπρόσωπό μας και το ρόλο της εκκλησίας ως τον καθοριστικό παράγοντα στη διατήρηση της ταυτότητάς μας. Ανάγοντας τον Αρχιεπίσκοπο ως ηγέτη μας ο πρωθυπουργός αυθαίρετα και υποτιμητικά επικυρώνει τον ανιστόρητο και ‘fake’ διπολισμό Ρωμιός-χριστιανός/Έλληνας-πολίτης ως άξονα αυτογνωσίας των παροικιών μας, άρα επικυρώνει τη θέση της εκκλησίας σύμφωνα με την οποία οι παροικίες είναι μια ενιαία θρησκευτική ομάδα ορθόδοξων χριστιανών, με ουσιαστικό σηματοδότη της ταυτότητας των μελών τη χριστιανική πίστη όπως την ορίζει και την αντιπροσωπεύει η Αρχιεπισκοπή. Δηλαδή ο πρωθυπουργός μας «τσουβαλιάζει» και μας «καλουπώνει» ως μια απρόσωπη και μονοσήμαντη μάζα μεταναστών οι οποίοι είναι ανίκανοι να διαμορφώσουν την πολιτική τους φυσιογνωμία και τα ιδιαίτερα αιτήματά τους δημοκρατικά και υπεύθυνα μέσω των κοινοτήτων και χωρίς την κηδεμονία ενός δεσπότη, όπως άλλωστε το επιχειρούσαν για πάνω από ένα αιώνα. Δυστυχώς παίζοντας αυτό το άνοστο πολιτικό παιχνίδι ο πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του, οι οποίοι παράλληλα χρηματοδοτούν για «πολιτιστικούς» σκοπούς έναν άκρως συντηρητικό θρησκευτικό οργανισμό, θέτουν σε κίνηση πολιτικές και πολιτιστικές κατηγορίες οι οποίες στο παρελθόν έθεταν τους ‘Έλληνες μετανάστες ως μη λευκούς και επομένως στα συμφραζόμενα της εποχής έξω από την πολιτική κοινωνία της Αυστραλίας.

Πράγματι, όλα αυτά αναμοχλεύουν στην συλλογική μας μνήμη τον ρατσισμό των πρώτων δεκαετιών της κοινοπολιτείας τον οποίο οι Έλληνες έζησαν ως αιώνια (κατώτεροι) ξένοι και άρχισαν να τον πολεμούν ως μαχόμενοι πολίτες από την δεκαετία του 1940. Από τότε είμασταν για τον κυρίαρχο Αγγλοσάξωνα ανατολίτες χριστιανοί περιορισμένων πολιτικών και πνευματικών δυνατοτήτων. Ο πρωθυπουργός φαίνεται να ξεχνά ότι ένας από τους κύριους λόγους που έδωσε την ευκαιρία σε κάποιον με το δικό του βιογραφικό να ανέλθει στο ανώτατο αξίωμα ήταν οι μεγάλοι δημοκρατικοί και συλλογικοί αγώνες των μεταναστών, όπως των Ελλήνων, οι οποίοι άλλαξαν την Αυστραλία υπερασπιζοντας την πολιτική τους αξιοπρέπεια. Ήταν οι αγώνες τους οποίους η Αρχιεπισκοπή (των Ρωμιών) πολέμησε με μανία. Γιατί άραγε ο πρωθυπουργός μας βαστά απέναντι μας τη μειοδοτική και προσβλητική αυτή στάση; Σίγουρα όχι γιατί πιστεύει ότι θα κερδίσει ψήφους. Ο λόγος είναι ψυχρά γεωπολιτικός και του επιβάλεται από τις στρατηγικές επιλογες των ΗΠΑ, επιλογές οι οποίες σχετίζονται και με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον εκάστοτε Πατριάρχη.

Πιο συγκεκριμένα, από την αρχή του ψυχρού πολέμου, μετά το δεύτερο μεγάλο πόλεμο, οι ΗΠΑ επιστράτευσαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην εκστρατεία τους ενάντια στη Σοβιετική Ένωση και κατ´επέκταση ενάντια στο Πατριαρχείο της Μόσχας, χωρίζοντας την «καλή» Ορθοδοξία της δύσης από την «κακή» Ορθοδοξία της ανατολής. [1] Το σενάριο καλή / κακή Ορθοδοξία το βλέπουμε να εντείνεται ξανά τώρα που βρισκόμαστε στα πρόθυρα της τρίτης, και ίσως τελειωτικής, παγκόσμιας (πυρηνικής;) σύρραξης, με το Οικουμενικό Πατριαρχείο να ακολουθεί τις υποδείξεις της Δύσης, άμεσα με το πόλεμο στην Ουκρανία και έμμεσα με τη γενοκτονία που διεξάγει το Ισραήλ ενάντια στο λαό της Παλαιστίνης. [2]

Με την επίσκεψή του ο Πατριάρχης, και χωρίς να υπάρξει καμία αντίδραση από τις κοινότητες, ουσιαστικά «έδεσε» τους Ῥωμιούς᾽ της Αυστραλίας σε αυτό το ψυχροπολεμικό άρμα διάσωσης, υποτίθεται, του δυτικού πολιτισμού, εξέχον μέλος του οποίου είναι και, η πάντα πιστή σύμμαχος των ΗΠΑ, η Αυστραλία. Ο κύριος λόγος λοιπόν της ένθερμης υποστήριξης την οποία επιδεικνύει ο πρωθυπουργός προς τους αντιπροσώπους της θρησκευτικής ομάδας των Ρωμιών οφείλεται στην υποτιθέμενη, ως καλοί ορθόδοξοι, υποστήριξή μας του «ελεύθερου κόσμου», με ηγέτη τις ΗΠΑ, ενάντια στον κόσμο του «σκοταδιού» και της «κακής» ορθοδοξίας, δηλαδή της Ρωσσίας. Με αυτόν τον τρόπο, αφού μας όρισε υποτιμητικά ως τη θρησκευτική ομάδα των «καλών (ανατολίτικων) Ρωμιών» της Ορθοδοξίας, ο πρωθυπουργός μας εκφράζει το γενικότερο ρατσισμό της δύσης ενάντια στην ῾κακή᾽ ανατολή, και από ότι φαίνεται, τον ακόμη αποικιοκρατικά εμπεδομένο λευκό ρατσισμό του Αυστραλιανού κράτους ο οποίος συνεχίζει να λειτουργεί ως πολιτική νοοτροπία στα ανώτατα επίπεδα ακόμη και μιας εργατικής κυβέρνησης.

Σε όλα αυτά δυστυχώς συμβάλουν και οι κοινότητες με την απόλυτη και ανεξήγητη μέχρι στιγμή παθητική στάση των συμβουλίων τους, στάση υποτέλειας απέναντι στους ῾μνηστήρες᾽ των παροικιών, την Αρχιεπισκοπή, το Αυστραλιανό κράτος, αλλά και το Ελληνικό. Εδώ θα θέλαμε να προτείνουμε ότι στο βαθμό που οι σημερινές κοινοτικές ηγεσίες δεν έχουν τη διάθεση να τοποθετηθούν κριτικά απέναντι σε όλα αυτά τα κέντρα, στο βαθμό που δεν έχουν το θάρρος να αναλάβουν την ιστορική ευθύνη της υπεράσπισης της κοινοτικής μας αξιοπρέπειας διεκδικώντας αυτό που τους ανήκει, δηλαδή την δημοκρατική μας συγκρότηση και αντιπροσώπευση, η τίμια στάση θα ήταν να παραιτηθούν.

Θα ολοκληρώσουμε με μία αναφορά σε ένα τραγικό, κατά την γνώμη μας, γεγονός το οποίο σημάδεψε την ιστορία της Αρχιεπισκοπής στην Αυστραλία, από την αρχή, ως την ιστορία ενός θρησκευτικού οργανισμού ο οποίος με πολιτική συνέπεια ενός αιώνα, συμβιβάζεται με τις κρατικές και οικονομικές εξουσίες άνευ όρων διεκδικώντας παράλληλα εξ ολοκλήρου την αντιπροσώπευση των παροικιών μας. Όταν, το 1927 ρωτήθηκε από αυστραλιανή εφημερίδα στο Μπρίσμπαν, ο πρώτος Μητροπολίτης του Πατριαρχείου, ο Χριστόφορος Κνίτης, τη γνώμη του για τον «μπολσεβικισμό», ξεπερνώντας ακόμη και τον εμπεδωμένο ρατσισμό της Λευκής Αυστραλίας, απάντησε ως εξής:

Η μεγάλη απειλή που αντιμετωπίζει ο κόσμος σήμερα είναι ο μπολσεβικισμός. Ο στόχος των υποκινητών αυτού του κινήματος φαίνεται να είναι η κινητήρια δύναμη των έγχρωμων φυλών ενάντια στους λευκούς ανθρώπους του κόσμου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μεγάλο πρόβλημα που πρέπει να λυθεί στην παγκόσμια πολιτική είναι το λεπτό πρόβλημα της σύγκρουσης των φυλετικών χρωμάτων. […]

«Η μεγάλη ανάγκη της Αυστραλίας», είπε ο Μητροπολίτης Κνίτης, «είναι η αύξηση του πληθυσμού της, αύξηση όμως του σωστού είδους, κατά προτίμηση με άτομα από τη μητέρα πατρίδα. Η πολιτική της Λευκής Αυστραλίας Θα διατηρηθεί μακροχρόνια αν αυτό γίνει γρήγορα και αποτελεσματικά». […] Μιλώντας για το ευρύτερο θέμα της παγκόσμιας πολιτικής, ο Μητροπολίτης είπε ότι είναι μεγάλος θαυμαστής της Βρετανίας.

Αν υπήρχε μια χώρα πραγματικά κατάλληλη να κυβερνήσει και να κυριαρχήσει στον κόσμο, αυτή είναι η Βρετανία, λόγω του πνεύματος με το οποίο βλέπει τα μικρότερα έθνη. Η ασθενέστερη δύναμη θεωρείται αδελφική και αντιμετωπίζεται ως τέτοια. Η Μεγάλη Βρετανία, επίσης, έχει κάνει πολλά για τη μόρφωση και την ανύψωση των πιο σκοτεινών φυλών. Η πολιτική της ήταν πάντα να ανοίγει τα μυαλά αυτών των ξένων λαών αντί να τους συνθλίβει. […] η Βρετανία επρόκειτο να δράσει ως αντίπαλος των μπολσεβίκικων τάσεων στην παγκόσμια πολιτική. Ο μπολσεβικισμός είναι η μόνη μεγάλη απειλή του κόσμου σήμερα (῾Greek Archbishop views on Bolshevism᾽, Telegraph, 17 March 1927, page 2, μετάφραση από τα αγγλικά).

Το πνεύμα αυτών των δηλώσεων υποτέλειας απέναντι στις παγκόσμιες και ντόπιες δυνάμεις αποικιοκρατίας, γενοκτονίας, και φυλετικής ανωτερότητας, δεν είναι εντελώς διαφορετικό από τις σημερινές γεωπολιτικές τοποθετήσεις του Οικουμενικού Πατριάρχη. Το τραγικό εδώ είναι ότι ο Μητροπολίτης Κνίτης στις «κατώτερες» έγχρωμες φυλές συμπεριλάμβανε και τους Αυστραλούς Ιθαγενείς οι οποίοι για διακόσια τόσα χρόνια συνεχίζουν να αγωνίζονται για τη γη τους, όπως και οι Παλαιστίνιοι. Ο Πατριάρχης, όχι μόνο όφειλε να συναντηθεί με αντιπροσώπους των Ιθαγενών της Αυστραλίας, αλλά όφειλε επίσης, με την ευκαιρία των εκατό χρόνων, να ζητήσει συγνώμη για τον ιστορικό ρατσισμό της Αρχιεπισκοπής και για το ότι ο δίκαιος αγώνας των Ιθαγενών, πέρα από κάποιες πρόσφατες δηλώσεις, πάντα μέσα στα πλαίσια των υποδείξεων του Αυστραλιανού κράτους, δεν αναγνωρίστηκε ποτέ από την εκκλησία.

Και κάτι τελευταίο. Όταν στις δηλώσεις του ο Μητροπολίτης Κνίτης καταδικάζει τους «μπολσεβίκους», μεταξύ άλλων μιλάει εκ μέρους των τότε Ελλήνων εργοδοτών, πολλοί από τους οποίους ήταν το οικονομικό θεμέλιο της Μητρόπολης, με τα κέρδη τα οποία έβγαζαν από την υπερεκμετάλευση των υπάλληλων συμπατριωτών τους. Ήταν ιδιοκτήτες μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων οι οποίες ήταν ευρέως γνωστές στα αυστραλιανά συνδικάτα, στους δικαστές, και στους εργαζομένους τους ίδιους, ως τα «σκλαβομάγαζα» της εποχής. Μέσα στις παροικίες «μπολσεβίκοι» χαρακτηρίζονταν οι Έλληνες εργαζόμενοι οι οποίοι διεκδικούσαν τα δικαιώματά τους και όρθωναν το παράστημα τους ενάντια στην αδικία. Δεν ήταν τυχαίο ότι ένθερμοι υποστηρικτές της Μητρόπολης, όπως ο διευθυντής της εφημερίδας Εθνικό Βήμα, τους τρομοκρατούσε με άρθρα του και τους «κάρφωνε» στην μυστική αστυνομία. Η Μητρόπολη, και αργότερα η Αρχιεπισκοπή τις δεκαετίες της μαζικής μετανάστευσης, συνέβαλαν τα μέγιστα στην καλιέργεια της παροικιακής τρομοκρατίας ενάντια σε κάθε άτομο ή οργανισμό, συμπεριλαμβανομένων και των κοινοτήτων, όταν αγωνιζόντουσαν για δικαιώματα, αξιοπρέπεια, δημοκρατία, εθνικά δίκαια, και ειρήνη, ιδιαίτερα την περίοδο της Χούντας. Ίσως και προς όλους αυτούς τους τίμιους συμπάροικους θα άξιζε μία συγνώμη εκ μέρους της Αρχιεπισκοπής για την ηθική και ιστορική αποκατάσταση της αλήθειας.

(Ιδιαίτερες ευχαριστίες στον Ηλία Διακολαμπριανό και στον Γιώργο Αναγνώστου για τις παρατηρήσεις τους.) Tο κείμενο είναι βασισμένο σε μια παρουσίαση στον Εργατικός Σύνδεσμος Δημόκριτος στις 25 Οκτώμβρη 2024.

Σημείωση επιμελητή: Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Νέος Κόσμος (1 Νοεμβρίου, 2024) με τίτλο «Ο Αυστραλός Πρωθυπουργός και η Επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη».

November 23, 2024

George Vassilacopoulos and Toula Nicolacopoulos have taught European and Greek philosophy at La Trobe University. They have published on philosophy, critical whiteness theory, history, and poetry. Their monographs include: Υποτέλεια και Ελευθερία: Ελληνες Μετανάστες στη Λευκή Αυστραλία και Κοινωνική Αλλαγή, Indigenous sovereignty and the being of the occupier: Manifesto for a white Australian philosophy of origins, The disjunctive logic of the world, Hegel and the logical structure of love, (Un)willing collectives: on Castoriadis politics and philosophy, Monumental fragments: Places of philosophy in the age of dispersion (GV) and The Radical Critique of Liberalism(TN).


[1] Δες Sergey Keleher (1997). ‘Orthodox Rivalry in the Twentieth century: Moscow versus Constantinople’, Religion, State and Society, Vol. 25, No. 2, pp. 125–37; Yasin Mert Mergen, The Ideological Disengagement Between Russia And The West: Impacts Of The Russian Orthodox Church On Russian Foreign Policy And The Ukraine War, Master of Science thesis, Department of Eurasian Studies, September 2022, Graduate School of Social Sciences, Middle East Technical University.

[2] Δες Umut Koldaş, Mustafa Çıraklı & Ali Dayıoğlu (2020). ‘Orthodox Christianity in Turkey and the limits of ecumenical transnationalism’, Religion, State and Society, Vol.48, No. 5, pp. 398–414, DOI: 10.1080/09637494.2020.1831871.