ISSN:

Νίκη Τρουλλινού, Διασχίζοντας τον ωκεανό / Crossing the Ocean. Μετάφραση Eleni Hall Manolaraki. Χανιά: Πυξίδα της Πόλης, 2025. Σελ. 223.

Μέσα από ένα μωσαϊκό από δώδεκα ιστορίες που ταξιδεύουν μέσα στον χρόνο και τον χώρο, η Νίκη Τρουλλινού στο βιβλίο της Διασχίζοντας τον ωκεανό, επιχειρεί να αποτυπώσει τις πολυδιάστατες εκφάνσεις της ελληνικής μετανάστευσης κατά τη διάρκεια του 20ου και 21ου αιώνα. Η αφήγηση των διαφορετικών ιστοριών εστιάζει πρωτίστως στα συναισθήματα και το βίωμα της μετανάστευσης: ο φόβος του ταξιδιού, η νοσταλγία που δημιουργεί η απόσταση της ξενιτιάς αλλά και οι προσδοκίες για ένα καλύτερο μέλλον μακριά από την πατρίδα, αποτελούν το κοινό σημείο που διατρέχει τις αφηγήσεις.

Το βιβλίο ακροβατεί μεταξύ λογοτεχνίας και ιστορίας, μεταξύ μυθοπλασίας και ιστορικών γεγονότων. Η αφήγηση διατηρεί έντονο λογοτεχνικό ύφος, συνδυάζοντας ιστορικά και μεταφορικά στοιχεία, με τις ιστορίες να εναλλάσσονται μεταξύ πρώτου και τρίτου προσώπου. Θα μπορούσε, συνεπώς να ενταχθεί στην κατηγορία της ιστορικής μεταμυθοπλασίας.1 Το Crossing the Ocean αποτελεί μέρος λογοτεχνικών έργων που εξετάζουν τη μετανάστευση μέσα από το πρίσμα της ιστορικής μεταμυθοπλασίας. Το Συναξάρι του Αντρέα Κορδοπάτη (Θανάσης Βαλτινός 1990) και το Πιτσιμπούργκο (Σώτη Τριανταφύλλου 2006) αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα, όπου το λογοτεχνικό στοιχείο αλληλοεπιδρά με την ιστορική εμπειρία της ξενιτιάς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Νίκη Τρουλλινού επιλέγει να εστιάσει στην ανθρώπινη διάσταση της μετανάστευσης: ευρύτερα θέματα οικονομικής ή πολιτικής φύσεως παραμένουν στο περιθώριο, προκειμένου να δοθεί βάση στη βιωματική εμπειρία των υποκειμένων. Όμως, τι αναπαραστάσεις της μετανάστευσης δημιουργεί η συγγραφέας με αυτό τον τρόπο και τι αφηγήματα προσπαθεί να αναδείξει; Το κοινό στοιχείο της μετανάστευσης μέσα στον χρόνο και τον χώρο είναι ότι αποτελεί μια καθημερινή, βιωματική και συναισθηματικά φορτισμένη διαδικασία που επηρεάζει τον «απλό» άνθρωπο. Εντούτοις, κόντρα στο ηγεμονικό αφήγημα της ομοιογένειας, η μετανάστευση ενέχει υποκειμενικότητα, συγκλίσεις αλλά και αντιφάσεις. Συνεπώς, μέσα από την ιστορική μεταμυθοπλασία, το προσωπικό βίωμα του καθημερινού ανθρώπου γίνεται ο βασικός φορέας κατανόησης του φαινομένου και των εκφάνσεών του πέρα από κοινούς τόπους.

Καταρχάς, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι το βιβλίο δεν επικαλείται την ιστορική αλήθεια. Οι δώδεκα ιστορίες δεν περιλαμβάνουν κάποια ιστορικοποίηση ενώ δεν υπάρχει κάποιου είδους πρόλογος ή επίλογος με επεξηγήσεις. Η αποσπασματική χρησιμοποίηση αναγνωρίσιμων ιστορικών προσώπων, όπως ο συνδικαλιστής Λούης Τίκας αλλά και το πλοίο Begoña είναι μάλλον περιθωριακή, αφού δεν επιχειρείται κάποια ιστορική εμβάθυνση. Μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα στην ιστορία του ξενοδοχείου «Το Νέον» αλλά και τις ανασκαφές της Ιταλικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στη Γόρτυνα, δίνεται η εντύπωση ότι τα ονόματα των πρωταγωνιστών έχουν εσκεμμένα τροποποιηθεί, πιθανώς και για λόγους προστασίας. Ωστόσο, είναι φανερό ότι το βιβλίο δεν στέκεται σε προσωπικότητες. Δεν επιθυμεί να ηρωοποιήσει χαρακτήρες ή να δημιουργήσει ανθολογίες. Στόχος του είναι να περιγράψει την εμπειρία του μέσου, συχνά χωρίς φωνή, μετανάστη. Αυτή η αμφιταλάντευση μεταξύ ιστορίας και μεταφοράς αναδεικνύεται και στην επιλογή του φωτογραφικού υλικού, το οποίο συνδυάζει σκηνές του αποχωρισμού από την πατρίδα, πτυχές της ζωής των μεταναστών αλλά και εικόνες άμεσα συσχετισμένες με τα γεγονότα των ιστοριών που παραθέτονται, όπως το «Λιβυκόν» και η Ελληνική Αεροπορία στην Κορέα. Μέσα από συναισθηματικά φορτισμένες ή σημειολογικές σκηνές, η συγγραφέας με αυτό τον τρόπο επιχειρεί να οπτικοποιήσει την εμπειρία της μετανάστευσης, μέσα από φαντασιακά ή και μη γεγονότα.

Η αβεβαιότητα γύρω από την ιστορικότητα των γεγονότων βάζει τον αναγνώστη σε διαδικασία έρευνας: υπήρξε άραγε το ξενοδοχείο του Έλληνα μετανάστη «Το Νέον»; Θα μπορούσε να είναι το «Λιβυκόν» στην Παλαιοχώρα; Και αν ναι, τι απέγινε το κτίριο και το πιάνο του Γερμανού αξιωματικού; Ίσως όμως αυτή να είναι η προσέγγιση μόνο κάποιων ερευνητών. Τι σημαίνει λοιπόν αυτή η μεταμυθοπλαστική απόδοση για το λοιπό αναγνωστικό κοινό; Πιθανώς η επιλογή ιστοριών καθημερινών ανθρώπων να αναδεικνύει τους συσχετισμούς της μετανάστευσης που μοιράζεται το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας και φυσικά ο αναγνώστης. Μέσα από αυτή την αλληλεπίδραση του ιστορικού και μεταφορικού, ξεδιπλώνονται πτυχές της μετανάστευσης αλλά και της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, υπενθυμίζοντάς μας ότι η μετανάστευση δεν είναι ένα μεμονωμένο φαινόμενο αλλά αναπόσπαστο κομμάτι μιας ευρύτερης σειράς ιστορικών γεγονότων. Από την άλλη, η περιπλάνηση του βιβλίου σε έναν ευρύτερο χωροχρόνο θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως αντικείμενο οικειοποίησης από την ιδεολογία της ιστορικής και εθνικής ιστορικής συνέχειας, η οποία αναδεικνύει τον αέναο χαρακτήρα των Ελλήνων να ταξιδεύουν τους ωκεανούς, από τον Οδυσσέα έως και τις μέρες μας. Μια τέτοια ανάγνωση άλλωστε υποδηλώνεται και στον χαιρετισμό των πρώτων σελίδων του βιβλίου.

Ο χώρος δράσης των χαρακτήρων, δεν επικεντρώνεται, σκόπιμα, σε μια τοποθεσία ενώ οι ιστορίες δεν περιορίζονται σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Η αποσπασματική εξέταση διαφορετικών μεταναστευτικών συγκυριών εντάσσεται συνεπώς σε ένα ομοιόμορφο πλαίσιο σχετικά με την εμπειρία της ξενιτιάς. Από το Σιάτλ και τις όχθες του Ειρηνικού, μέχρι την Κορέα και φυσικά τη Μεσόγειο, οι ιστορίες τοποθετούνται συνειδητά σε ποικίλα γεωγραφικά πλαίσια. Παρ’ όλα αυτά, είναι φανερό ότι η Κρήτη λειτουργεί ως σημείο αναφοράς. Από τα Λευκά Όρη μέχρι τις ακτές του Λιβυκού πελάγους, τα τοπία της Κρήτης εμφανίζονται χώρος τόσο δράσης όσο και αποχώρησης. Αρκετές από τις ιστορίες, έμμεσα ή άμεσα συνδέονται με την τοπική ιστορία και λαογραφία της νήσου. Έθιμα, συνταγές, προκαταλήψεις και κοινωνικές συμπεριφορές αναδύονται μέσα από την εμπειρία της ξενιτιάς. Κάπως έτσι η ιστορία των Αμερικανών hippies στα Μάταλα συνδέεται με την μεταπολεμική μετανάστευση στη Γερμανία και τις επιπτώσεις της στον τοπικό μικρόκοσμο.

Το βιβλίο επιχειρεί μία διαχρονική εξέταση της ελληνικής μετανάστευσης, μέσα από το πρίσμα διαφορετικών περιόδων. Το φάσμα των ιστοριών κυμαίνεται από το πρώτο κύμα της ελληνικής μετανάστευσης στις Η.Π.Α. στις αρχές του 20ου αιώνα, μέχρι και τη σύγχρονη μετανάστευση, κυρίως νέων, μετά το 2009 λόγω της οικονομικής κρίσης. Η επιλογή της συγγραφέως να μην εμβαθύνει σε συγκεκριμένες μεταναστευτικές περιόδους, με σκοπό να αναδείξει το κοινό βίωμα της ξενιτιάς, εμπεριέχει εντούτοις ορισμένες μεθοδολογικές αδυναμίες. Παρότι η διαχρονική εξέταση της μετανάστευσης μπορεί να οδηγήσει σε κοινά σημεία, στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συναισθήματα και η εμπειρία του μετανάστη, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να ληφθεί υπόψιν το ιστορικό και κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο. Η μετανάστευση είναι μία διαδικασία που βιώνεται διαφορετικά σε κάθε εποχή και εξαρτάται άμεσα από την κοινωνική κατηγορία των μεταναστών. Αυτό συσχετίζεται όχι μόνο με τη χώρα προέλευσης αλλά και την χώρα υποδοχής. Το πρώτο κύμα μετανάστευσης από την Ελλάδα και τη Μεσόγειο στις Ηνωμένες Πολιτείες έτυχε διαφορετικής αντιμετώπισης από την αμερικανική κοινωνία σε σχέση με την αντίστοιχη μεταπολεμική, ενώ και οι ίδιοι οι μετανάστες είχαν διαφορετικό κοινωνικό υπόβαθρο όπως και διαφορετικές προσδοκίες και συνδέσεις με τους Έλληνες της Αμερικής. Υπάρχουν φυσικά και άλλοι εξωγενείς παράγοντές που διαμορφώνουν το βίωμα. Οι εξελίξεις στην τεχνολογία τόσο στην επικοινωνία μέσω του διαδικτύου όσο και στις μεταφορές, με την αντικατάσταση του υπερωκεανείου από την αεροπορική σύνδεση, είναι παραδείγματος χάριν ένας σημαντικός παράγοντας διαφοροποίησης της εμπειρίας της ξενιτιάς μεταξύ του μεταναστευτικού ρεύματος των αρχών του 20ου αιώνα και της σύγχρονης μετανάστευσης. Σε αυτό το πλαίσιο, η δημιουργία κοινών τόπων με βάση το βίωμα και το συναίσθημα χωρίς την ιστορικοποίηση τους μπορεί να είναι προβληματική.

Στο βιβλίο αναδεικνύεται ιδιαίτερα η πολυπλοκότητα του φαινομένου της μετανάστευσης, καθώς και η ενασχόληση με λιγότερο μελετημένες πτυχές του, στοιχείο που αντικατοπτρίζεται μέσα από την επιλογή των θεματικών που το διατρέχουν. Είναι φανερό ότι αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στις έμφυλες σχέσεις καθώς η συγγραφέας προσπαθεί να αποτυπώσει την εμπειρία του γυναικείου φύλου στο πλαίσιο της μετανάστευσης, ένα θέμα που παραμένει από τα λιγότερο ερευνημένα στην ιστοριογραφία.2 Παρότι τα γυναικεία υποκείμενα δεν αντιπροσωπεύονται άμεσα, επιχειρείται να δοθεί φωνή στις γυναίκες μέσα από την αφήγηση της συγγραφέως. Κάπως έτσι, μέσα από τις ιστορίες του βιβλίου, αποκαλύπτονται πτυχές της πατριαρχικής δομής της ελληνικής κοινωνίας, όπως η καταπίεση, η εργασιακή ανισότητα αλλά και η σύνδεση με τη μετανάστευση, όπως τα προξενιά και οι picture brides. Το βιβλίο όμως δεν περιορίζεται στο γυναικείο φύλο. Η αντρική φιγούρα προσεγγίζεται μέσα από μια διαφορετική σκοπιά, η οποία δεν εστιάζει στα κατορθώματα και την εργασιακή επιτυχία, ένα από τα κυρίαρχα αφηγήματα της μετανάστευσης, αλλά φανερώνει τη συναισθηματική πλευρά, τη νοσταλγία, την απώλεια και τη στεναχώρια, που συχνά θεωρούνταν «αδυναμίες» του ανδρικού φύλου.

Η μετανάστευση, όπως μας δείχνει το βιβλίο, δεν είναι μονόδρομος. Κινείται ανάμεσα σε αντιφάσεις και δημιουργεί παράλληλες πορείες. Οι επισημάνσεις αυτών των αντιφάσεων, των δυσκολιών και των ανθρωπίνων παθών αναδεικνύουν την πολυπλοκότητα του φαινομένου. Από αυτή την άποψη το βιβλίο δεν εναρμονίζεται με το κυρίαρχο αφήγημα, που παρουσιάζει τη μετανάστευση ως μια γραμμική συνέχεια προόδου, από την φτώχεια και τη σκληρή εργασία στην κοινωνική ανέλιξη και την επιτυχία.3 Αντίθετα με τη θεώρηση του πρότυπου του υποδειγματικού πολίτη στη νέα χώρα, ο Έλληνας μετανάστης παρουσιάζεται ως άνθρωπος με αδυναμίες αλλά και επιτυχίες, που πετυχαίνει στην καριέρα του όμως αφήνει πίσω του πληγές.

Ένα άλλο στοιχείο που διατρέχει τις ιστορίες του βιβλίου, είναι η έννοια της διεθνικότητας (transnationality). Η ανάλυση της ελληνικής μετανάστευσης στο πλαίσιο διεθνικών σχέσεων εντάσσεται σε μια ευρύτερη κατηγορία πρόσφατων ιστορικών μελετών.4 Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η διεθνικότητα δύναται να αναλυθεί σε δυο επίπεδα. Το πρώτο αφορά τις σχέσεις μεταξύ της Ελλάδας και της χώρας μετανάστευσης. Ο μαζικός ή και μεμονωμένος εκπατρισμός δημιουργεί νέους κοινωνικούς και οικονομικούς συσχετισμούς. Τα προξενιά, τα εμβάσματα, οι επιπτώσεις στη ζωή αυτών που έμειναν πίσω αλλά και η σημαντική επίδραση αυτών που γύρισαν αποτελούν κάποια παραδείγματα. Κάπως έτσι, η σύγχρονη μετανάστευση συνδέεται με ανοιχτές πληγές του παρελθόντος, όπως για παράδειγμα το ζήτημα των βίαια επιταγμένων εβραϊκών περιουσιών κατά τη διάρκεια της Κατοχής.

Το δεύτερο αφορά τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των μεταναστών. Η Αμερική, το αποκαλούμενο «melting pot», αποτελεί όπως φαίνεται και στο βιβλίο, μία «ζώνη επαφής» μεταξύ μεταναστών διαφορετικών πολιτισμικών υποβάθρων, με κοινές αλλά και διαφορετικές εμπειρίες μετανάστευσης. Δεν παραλείπονται όμως και οι σχέσεις, φιλικές, ερωτικές και εργασιακές, των μεταναστών με τους Αμερικάνους. Η μετανάστευση, συνεπώς, δεν είναι ένα μονοδιάστατο φαινόμενο, εγγεγραμμένο στην εθνική ιστορία. Είναι μια πολυσύνθετη διαδικασία, που επηρεάζει όχι μόνο την χώρα άφιξης αλλά και την χώρα προέλευσης, όχι μόνο τους μετανάστες αλλά και τους αυτούς που τους υποδέχονται και αυτούς που συναντούν.

Με το global και transnational turn στην σύγχρονη ιστοριογραφία, η δυνατότητα της μετανάστευσης να δημιουργεί διασυνδέσεις έχει βρεθεί στο επίκεντρο της ανάλυσης. Πράγματι, η μετανάστευση και η μετακίνηση ανθρώπων αποτελούν κατεξοχήν παράγοντες δημιουργίας δικτύων, σχέσεων και ροών, κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών. Ωστόσο, παρά τη δυνατότητα αυτή, δεν θα πρέπει να αγνοούμε ότι η μετανάστευση συνεπάγεται ταυτόχρονα και ρήξεις, τόσο στους τόπους προέλευσης όσο και στους τόπους υποδοχής.

Το Διασχίζοντας τον ωκεανό δεν επιχειρεί να ερμηνεύσει την ιστορία της μετανάστευσης αμιγώς μέσω ιστορικών παραθέσεων. Ίσως αυτό να είναι εν τέλει δευτερεύον, καθώς η συγγραφέας δεν εστιάζει σε συγκεκριμένες περιόδους, περιοχές και πρόσωπα. Συνδυάζοντας στοιχεία προφορικής ιστορίας, λαογραφίας και ιστορικών πηγών, επιδιώκει να αποδώσει εκφάνσεις της ξενιτιάς, μέσα από βιώματα, εμπειρίες και συναισθήματα που θα μπορούσαν να αφορούν κάθε μετανάστη αλλά και κάθε άτομο που επηρεάστηκε από το φαινόμενο. Το βιβλίο, συνεπώς, δίνει φωνή σε αυτά τα συνήθως αγνοημένα ιστορικά υποκείμενα.

Η παραπάνω παρατήρηση μας βοηθάει να ερμηνεύσουμε τη χρησιμότητα του βιβλίου στη σύγχρονη μελέτη της μετανάστευσης. Όπως συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις, η ιστορική μεταμυθοπλασία μπορεί να λειτουργήσει ως έναυσμα για αναπάντητα, νέα ερωτήματα, διαφορετικές προσεγγίσεις και κριτικές μελέτες που θα επικεντρώνονται σε αποσιωπημένα ζητήματα. Από αυτή την άποψη, το βιβλίο δεν εντάσσεται στο ηγεμονικό αφήγημα της κοινωνικής ανέλιξης και της προόδου αλλά δημιουργεί νέες οπτικές. Συνοψίζοντας τις παραπάνω σκέψεις, το Crossing the Ocean μπορεί συνεπώς να ανοίξει δρόμο για πρόσθετες συζητήσεις και αναλύσεις της ελληνικής και όχι μόνο μετανάστευσης: οι έμφυλες σχέσεις, ο ρόλος της γυναίκας στην πατριαρχική μεταναστευτική και μη κοινωνία, οι αδυναμίες και αποτυχίες, οι διεθνικές σχέσεις μεταξύ των μεταναστών αλλά και των ιδίων με τη χώρα υποδοχής, όπως και το βίωμα της μετανάστευσης από αυτούς που έμειναν πίσω είναι μερικές από αυτές.

Αργύριος Σακοράφας
PhD Candidate, Heinrich-Heine-Universität Düsseldorf

Νοέμβριος 19, 2025


Notes

1 Για την έννοια της ιστορικής μεταμυθοπλασίας στη μετανάστευση, βλέπε, Γιώργος Αναγνώστου, «Μυθοπλασία και Ιστοριογραφία της Μετανάστευσης» [Κριτική του Πιτσιμπούργκο της Σώτης Τριανταφύλλου]. The Books’ Journal 156, 6 Νοεμβρίου, 2024.

2 Βλ. Theodora D. Patrona, “The Forgotten Female Voices of the Greek Diaspora in the United States.” The Journal of Modern Hellenism 31 (2015), 87-100.

3 Σχετικά με την μεταναστευτική ταυτότητα και τα αφηγήματα της μετανάστευσης, βλέπε, Γιώργος Αναγνώστου, Χαρτογραφήσεις της λευκής εθνοτικότητας. Λαϊκή εθνογραφία και δημιουργία χρηστικών παρελθόντων στον ελληνοαμερικανικό κόσμο (Αθήνα: Νήσος, 2021).

4 Βλέπε για παράδειγμα, Ioanna Laliotou, Transatlantic Subjects: Acts of Migration and Cultures of Transnationalism between Greece and America (Chicago: University of Chicago Press, 2004); Kostis Karpozilos, Red America. Greek Communists in the United States, 1920-1950 (New York, Oxford: Berghahn, 2023); Γιώτα Τουργέλη, Οι Μπρούκληδες. Έλληνες μετανάστες στην Αμερική και μετασχηματισμοί στις κοινότητες καταγωγής 1890-1940 (Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, 2020).