Ελληνοαυστραλιανή Διασπορά: Αναπαραστάσεις και Πολιτικές Παρεμβάσεις
Ποιος ορίζει την κάθε διασπορά και με ποιο τρόπο; Τι επιλέγεται να συμπεριληφθεί και τι να αποκλειστεί σε κάθε ορισμό και με ποια κριτήρια; Ποιος αντιπροσωπεύει τελικά και ποιος ομιλεί εκ μέρους της διασποράς;
Στα ερωτήματα αυτά διακυβεύονται θέματα ιστορικής μνήμης και πολιτιστικής ταυτότητας τα οποία μας προσκαλούν να εξετάσουμε τα σχετικά αφηγήματα σε σχέση με τις ιστορίες και εμπειρίες που προκρίνονται ή αποσιωπώνται.
Τα σχετικά παραδείγματα από την ελληνοαμερικανική κοινωνία, την οποία γνωρίζω καλύτερα, ποικίλλουν. Ηγεμονικά αφηγήματα υποβαθμίζουν τόσο την συμμετοχή των γυναικών στον φεμινισμό όσο και αυτήν των μεταναστών σε ριζοσπαστικά εργατικά κινήματα. Θεσμικοί φορείς αποκλείουν τα βιώματα, τους αγώνες και τις αγωνίες των ΛΑΟΚΙ ατόμων. Δεν είναι σπάνια η δημιουργία και αποδοχή ανιστόρητων ερμηνειών παρελθόντος και παρόντος.
Το ζήτημα της αναπαράστασης της ιστορίας και της ταυτότητας λοιπόν υφίσταται ως πολιτική διαδικασία στα πλαίσια σχέσεων εξουσίας. Είναι θέμα υψίστης σημασίας, αφορά τους πολίτες και την πολιτεία, θεσμούς και κοινότητες, τη δημιουργία γνώσης και τις δημόσιες χρήσεις της. Προκαλεί διαφωνίες και διαμάχες γύρω από θέματα αποκλεισμού και συμπερίληψης. Προσκαλεί στοχασμό σε ζητήματα ιστορικής αλήθειας, συσχετίζεται δηλαδή με τη χρήση και χρησιμότητα της παραγόμενης γνώσης από διάφορους φορείς – τις εμπλεκόμενες εξουσίες καθώς και όσους αντιστέκονται σε αυτές.
Στα πλαίσια αυτής της θεώρησης η κάθε διασπορά αποτελεί μια θεμελιωδώς πολιτική κοινότητα σε τουλάχιστον δύο αλληλοσυνδεόμενα επίπεδα.
Πρώτον, εσωτερικά, λόγω του γεγονότος ότι η κάθε εθνοτική/διασπορική κοινότητα είναι ετερογενής σε θέματα ιδεολογίας και ιστορικής οπτικής. Τα ερωτήματα, για παράδειγμα, τι σημαίνει να είναι κάποιος Ελληνοαμερικανός τον εικοστό πρώτο αιώνα ή πώς θα έπρεπε να αναπαρίσταται η ελληνοαμερικανική ιστορία σε ένα μουσείο απαντώνται με διαφορετικό τρόπο από άτομα και φορείς, δημιουργώντας εσωτερικό αντίλογο και αντιπαραθέσεις.
Το ίδιο ισχύει βέβαια, και ίσως εντονότερα, όταν τίθεται το θέμα δημόσιας αναγνώρισης «δύσκολων θεμάτων» όπως είναι η υιοθέτηση ρατσιστικών αντιλήψεων στην ιστορία της εθνοτικής ομάδας. Να σημειωθεί ότι η επιβολή της πατριαρχικής ιδεολογίας και πρακτικών από φορείς στα εσωτερικά της παροικίας έχει απαντηθεί με αντιστάσεις τόσο ατόμων όσο και συλλογικοτήτων. Το γεγονός επομένως είναι ότι η κάθε διασπορά αποτελεί πεδίο αντιπαράθεσης.
Το δεύτερο επίπεδο πολιτικής διάστασης της κάθε κοινότητας έγκειται στο γεγονός ότι κάποια από τα μέλη της και οι συλλογικότητες που διαμορφώνουν ανοίγονται στο ευρύτερο πολιτικό πεδίο της «νέας πατρίδας». Διότι, πρόκειται για πολίτες εθνοτικής καταγωγής, οι οποίοι λειτουργούν πολιτικά όταν αρθρώνουν δημόσιο λόγο σε σχέση με κυβερνητικά θέματα όπως πολυπολιτισμικές διεκδικήσεις, την αναγνώριση της εθνοτικής εμπειρίας στην εθνική ιστορία ή θέσεις για έμφυλα δικαιώματα, μεταξύ άλλων. Ένα σχετικό ελληνοαυστραλιανό παράδειγμα αφορά την δημόσια υποστήριξη μερίδας της παροικίας, τον Ιανουάριο του 2023, υπέρ της συνταγματικής αναγνώρισης των αυτόχθονων Αυστραλών.
Αυτά ακριβώς τα ζητήματα ήρθαν στην επιφάνεια πρόσφατα στην Αυστραλία με αφορμή μια δήλωσης περί της ελληνοαυστραλιανής πολιτιστικής ιστορίας από τον Πρωθυπουργό (ΠΘ) της χώρας. Η δήλωση εκφράστηκε κατά την διάρκεια της τιμητικής υποδοχής του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ο οποίος συμμετείχε στους εορτασμούς της εκατονταετηρίδας της Ελληνορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας.
Η επίμαχη δημόσια έκφραση του ΠΘ έχει ως εξής: «Επί έναν αιώνα, η Εκκλησία διατήρησε τον πολιτισμό και τη γλώσσα της ελληνικής κοινότητας της Αυστραλίας, συνδέοντας τις γενιές με την κληρονομιά τους», δήλωση η οποία πυροδότησε άμεσο αντίλογο εκ μέρους Αυστραλών πολιτών ελληνικής καταγωγής. Η κριτική τους παρέμβαση εστιάστηκε στην ένσταση ότι η «διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού» είναι συνδεδεμένη με ιστορικούς και κοπιώδους αγώνες από άτομα, οικογένειες, και συλλογικότητες πέρα από την Εκκλησία, μια ιστορική αλήθεια που οι πολιτικοί ηγέτες της Αυστραλίας οφείλουν να αναγνωρίζουν κάθε φορά που αναφέρονται στην ελληνοαυστραλιανή ιστορία.
Η παρεμβατική πρωτοβουλία των πολιτών κορυφώθηκε με την αποστολή επιστολής απευθυνόμενη στον πρωθυπουργό. Υπογράφτηκε από 114 Αυστραλούς πολίτες ελληνικής καταγωγής προερχομένων από ένα ευρύ κοινωνικό φάσμα. Υπήρξε μάλιστα και θεσμική παρέμβαση καθώς στη Γενική Συνέλευση της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας της Νέας Νότιας Ουαλίας «τα μέλη που παρευρέθηκαν [επίσης] αποφάσισαν να στείλουν επιστολή διαμαρτυρίας στον πρωθυπουργό».
Σε αυτές τις εξελίξεις αντιτάχθηκε μερίδα πολιτών της κοινότητας η οποία εξέφρασε μια γκάμα αντιδράσεων κυμαινομένων από δυσαρέσκεια και αντίρρηση μέχρι ζωηρή ανησυχία για την δημόσια διαμαρτυρία των συμπαροίκων τους στον Πρωθυπουργό. Οι θέσεις στα πλαίσια αυτής της διχογνωμίας καλύφθηκαν εκτενέστατα στα ελληνοαυστραλιανά μέσα ενημέρωσης και δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης.
Προς υπεράσπιση του Πρωθυπουργού υποδείχθηκε ως πρόβλημα η ανεπαρκής του ενημέρωση από συμβούλους όσον αφορά τις ιστορικές ιδιαιτερότητες της κοινότητας: δεν αναγνωρίστηκε επαρκώς ο διαχωρισμός ενοριακών (θρησκευτικών) και κοσμικών Κοινοτικών σχολείων στην παροικία. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι οι κοσμικές Κοινότητες εμπεριέχουν μεν τον όρο «Ορθόδοξη» (όπως «Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Μελβούρνης και Βικτώριας») αλλά λειτουργούν ανεξάρτητα από την Αρχιεπισκοπή.
Δυο τουλάχιστον περιπτώσεις, μια ραδιοφωνική συνέντευξη, προερχόμενη από τον ερωτώντα δημοσιογράφο, και μια αγγλόφωνη επιστολή στην εφημερίδα The Greek Herald πρόσθεσαν και μια άλλη διάσταση στη διαφωνία.
Και στις δύο περιπτώσεις το περιεχόμενο της πρωθυπουργικής δήλωσης – η μονομερής αναφορά στην Εκκλησία ως φορέα γλωσσικής και πολιτιστικής διατήρησης – δικαιώθηκε στα συμφραζόμενα της διατύπωσής της, τον εορτασμό δηλαδή της εκατονταετηρίδας της Αρχιεπισκοπής. Με άλλα λόγια, η θρησκευτική υφή της εορτής προσκαλούσε τα τιμητικά σχόλια προς τον εκκλησιαστικό θεσμό και μόνο. Σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία η θέση του Πρωθυπουργού δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ιστορική ανακρίβεια όπως χρεώνει η επιστολή διαμαρτυρίας στον ΠΘ: «η δήλωση του Πρωθυπουργού δεν μειώνει τις πολύτιμες συνεισφορές άλλων οργανισμών στην ελληνοαυστραλιανή και ευρύτερη κοινωνία, κοσμικών ή άλλων. Η αναγνώριση [συνεισφοράς] ενός θεσμού δεν αποτελεί επίθεση σε άλλους». Είναι άστοχο επομένως η στάση του ΠΜ να εκληφθεί «ως εσκεμμένη παράλειψη».
Παρατηρούμε ότι και οι δύο παραπάνω θέσεις – η αιτιολόγηση ανεπαρκούς ενημέρωσης ή η ιδιαιτερότητα των κοινωνικών συμφραζόμενων της πρωθυπουργικής δήλωσης – αμβλύνουν την διαμαρτυρία μέσω της αποπολιτικοποίησης του θέματος. Σε αντίθεση, οι ενέργειες άμεσης διαμαρτυρίας στον Πρωθυπουργό τόνισαν την υποχρέωσή του να γνωρίζει και να αναγνωρίζει την πολυφασματική ετερότητα και κοσμικές πτυχές της κοινότητας, οποιαδήποτε φορά αναφέρεται σε τόσο σημαντικά θέματα. Τονίζουν δηλαδή ότι όφειλε να αναγνωρίσει και τους ποικίλους κοσμικούς τρόπους μέσω των οποίων επιτελέστηκαν οι αγώνες για γλωσσική και πολιτισμική διατήρηση.
Στο αίτημα συμπερίληψης διακυβεύεται η οριοθέτηση της ελληνοαυστραλιανής ταυτότητας, εξ ου και η μέγιστη πολιτική του σημασία. Η τοποθέτηση στον δημόσια διάλογο ότι «ο Ελληνισμός είναι ευρύτερος από την Ορθοδοξία» (συνέντευξη στο 3ΖΖΖ Greek Programs, 16.10 – 37.50) δηλώνει ότι οι θρησκευτικές και οι κοσμικές προσεγγίσεις στην πολιτιστική παιδεία και ταυτότητα αποκλίνουν όσον αφορά τον ορισμό του Ελληνισμού. Στα πλαίσια αυτής της διαφοράς θεωρήθηκε ότι η μονομερής αναφορά του ΠΜ αποτελούσε έμμεση υποστήριξη του εθνοθρησκευτικού μοντέλου της ελληνοαυστραλιανής ταυτότητας.
***
Είναι απαραίτητο να τονιστεί ότι η δημόσια αντιπαράθεση ανέδειξε ένα ευρύτερα καίριο ζήτημα, την άρθρωση δυο διαφορετικών οραμάτων της επιθυμητής πολιτικής συμπεριφοράς της παροικίας. Το πρώτο εκφράστηκε στα πλαίσια της κριτικής που εξασκήθηκε στην πρωτοβουλία αποστολής της επιστολής διαμαρτυρίας στον ΠΘ. Είναι σημαντικό να παραθέσω ένα εκτενές απόσπασμα, δημοσιευμένο στο The Greek Herald:
[Η] διαμαρτυρία [προς το ΠΜ] δεν προσφέρει απολύτως κανένα κέρδος και υπάρχει το ενδεχόμενο να μας πάει πίσω. Ριψοκινδυνεύει να παρουσιάσει την ελληνοαυστραλιανή κοινότητα ως διχασμένη και εστιασμένη μόνο στην εικόνα που θέλει να προβάλλει.
Εάν ένα απλό σχόλιο για την πολύτιμη συνεισφορά της Αρχιεπισκοπής έχει ως αποτέλεσμα εχθρότητες, διαφωνίες, ψηφίσματα σε γενικές συνελεύσεις και επιστολή διαμαρτυρίας, δεν θα αναγκάσει αυτή η κατάσταση τον Πρωθυπουργό τουλάχιστον να σκεφτεί δυο και τρεις φορές το κατά πόσο θα επιθυμούσε να υποστηρίξει τους ελληνοαυστραλούς στο μέλλον; Δεν θα έκανε και άλλους να διστάσουν να προσφέρουν υποστήριξη, φοβούμενοι αρνητικές αντιδράσεις;
Η ελληνοαυστραλιανή κοινότητα ήδη αντιμετωπίζει αρκετές προκλήσεις στην τωρινή συγκυρία. Πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν υπάρχουν αντίπαλες πλευρές – είμαστε όλοι ελληνοαυστραλοί». (μετάφρασή μου από τα αγγλικά.)
Σε αυτήν την τοποθέτηση αρθρώνεται μια πολιτική θέση (με την ευρεία έννοια του όρου) η οποία αντιπαραβάλλει θεσμούς με άνισο διαμοιρασμό εξουσίας, προτείνοντας μια συγκεκριμένη σχέση μεταξύ τους: η παροικία ως μειονότητα οφείλει να μην προκαλεί την κυβέρνηση και άλλους ισχυρούς θεσμούς με πολιτικές πολιτισμικές και άλλες διεκδικήσεις διότι ειδάλλως παίρνει το ρίσκο της απόσυρσης κυβερνητικών πόρων και υποστήριξης. Με άλλα λόγια η παροικία και οι κοινοτικοί θεσμοί οφείλουν να συμμορφώνονται στην εικόνα μιας ομοιογενούς πολιτισμικής ομάδας («είμαστε όλοι Αυστραλιανοί») και να υποτάσσουν τις ιδεολογικές τους διαφορές στην κυρίαρχη εξουσία την οποία δεν πρέπει να δυσαρεστούν.
Το κάλεσμα για αυτήν την συμμόρφωση όμως παραβλέπει το γεγονός ότι η παροικία, όπως τονίζει η εναλλακτική ελληνοαυστραλιανή θέαση, αποτελείται από Αυστραλούς πολίτες ελληνικής καταγωγής ο οποίοι έχουν κατακτήσει το δικαίωμα να συμβάλλουν ενεργά στην διαμόρφωση του Αυστραλιανού πολυπολιτισμού και να διεκδικούν ισότιμη θέση στην ιστορία της χώρας.
Υποστηρικτές της ένστασης στον ΠΘ, για παράδειγμα, έθεσαν ανοικτά αυτό το ζητούμενο, εντοπίζοντας την παρέμβασή τους όχι απλώς ως ανάγκη έκφρασης της ιστορικής πραγματικότητας από εκπροσώπους της Αυστραλιανής πολιτικής εξουσίας αλλά και ως συναφή διεκδίκηση της ενσωμάτωσης των διαφόρων ιστοριών των διασπορών στο εθνικό (Αυστραλιανό) αφήγημα. Με αυτόν τον τρόπο τονίζεται η σημασία της πολιτικής κινητοποίησης της κοινωνίας των διασπορικών πολιτών ως αναγκαίο μέσο προς αυτήν την κατεύθυνση. (συνέντευξη στο 3ΖΖΖ Greek Programs, 16.10 – 37.50.)
***
Η γνώση μου περί των ελληνοαμερικανικών διαπραγματεύσεων με ηγεμονικές απαιτήσεις όσον αφορά τις επιτρεπόμενες εκφράσεις της εθνοτικής/διασπορικής διαφοράς στην Αμερική συμβάλλει στην αναγνώριση της επείγουσας πολιτικής σημασίας του αντίστοιχου θέματος στην ελληνοαυστραλιανή κοινωνία. Οι ιστορικοί συμβιβασμοί ελληνοαμερικανικών θεσμών σε πιέσεις συμμόρφωσης σε κυρίαρχες θέσεις έχει ως αποτέλεσμα, όπως προανέφερα, αφηγήματα ταυτότητας που συρρικνώνουν απελπιστικά το πολιτιστικό εύρος και είδος – και επομένως της ετερογένειας – των Ελληνοαμερικανών. Η αποθέωση αποδεκτών πολιτιστικών μορφών όπως ο χορός, η κουζίνα, η (ετερόφυλη) οικογένεια, η εθνοτική επιτυχία, και το θρησκευτικό αίσθημα διαδραματίζεται παράλληλα με την κυκλοφορία ανιστόρητων και ουσιοκρατικών πολιτιστικών αφηγημάτων που εξοβελίζουν οτιδήποτε θα μπορούσε να εκληφθεί ως απειλή τόσο σε κυρίαρχους εθνοτικούς όσο και κυβερνητικούς φορείς.
Αυτό που διακυβεύεται επομένως στην παρούσα ελληνοαυστραλιανή συγκυρία είναι η συνεχόμενη παραγωγή της ιστορικής μνήμης, η επιβεβαίωση της παροικιακής πολυμορφίας, και η υποχρέωση της πολιτιστικής της αυτοδιάθεσης.
***
Στην επιδίωξή του να συμβάλλει ως φορέας διακίνησης γνώσης μεταξύ των ελληνικών διασπορών στην Αυστραλία και Αμερική, το Έργον συμμετέχει σε αυτόν τον ελληνοαυστραλιανό διάλογο συγκεντρώνοντας τέσσερα σχετικά κείμενα, όλα ήδη δημοσιευμένα στην εφημερίδα Νέος Κόσμος σε διάφορες μορφές και ένα στο Books’ Journal στην Ελλάδα. (Ευχαριστούμε για την άδεια δημοσίευσης.)
Αυτά είναι:
• Η επιστολή διαμαρτυρίας στον Πρωθυπουργό Anthony Albanese (Ελληνικά & Αγγλικά) [«Απάντηση στον Πρωθυπουργό της Αυστραλίας Anthony Albanese Σχετικά με τις Πρόσφατες Δηλώσεις του για τη Συμβολή της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στα Πολιτιστικά και Εκπαιδευτικά Δρώμενα της Ελληνοαυστραλιανής Κοινότητας».]
• «Οι Ελληνικές Διασπορές ως Πολιτικές Κοινότητες: Το Παράδειγμα της Αυστραλίας». Κώστας Καραμάρκος (Ελληνικά & Αγγλικά)
• “Albanese’s Remarks Raise the Ire of Some in the Greek Community.” Fotis Kapetopoulos (English)
• «Λαϊκισμός, Ρατσισμός, και Κοινότητες: Η Περίπτωση του Αυστραλού Πρωθυπουργού και η Επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη». Δρ. Γιώργος Βασιλακόπουλος & Δρ. Τούλα Νικολακοπούλου (Πανεπιστήμιο Latrobe) (Ελληνικά)
Τα παραπάνω κείμενα συνεισφέρουν στην κατανόηση του επίμαχου θέματος παρουσιάζοντας τόσο μετριοπαθείς όσο και κριτικές θέσεις. Το κεντρικό βάρος των κριτικών παρεμβάσεων υπερασπίζεται την έννοια της διασποράς ως πολιτικής κοινότητας και επιχειρηματολογεί για την σημασία της. Με αυτόν τον τρόπο, αρθρώνεται κριτικός λόγος ο οποίος με παρρησία αναγνωρίζει δύσκολες ιστορικές αλήθειες, προσκαλώντας τους εμπλεκόμενους φορείς να λογοδοτήσουν για θέσεις που υιοθέτησαν στο παρελθόν. Στα πλαίσια της επιστολής διαμαρτυρίας αυτό δεν καθιστά αμφισβήτηση ή ασέβεια προς την σημασία του πνευματικού και θρησκευτικού ρόλου που διαδραματίζει η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, κάτι που αναγνωρίζεται ρητά στην επιστολή. Αυτό που επιτελείται στην κριτική παρέμβαση αποτελεί συμβολή στην δημιουργία μιας εύρωστης δημόσιας σφαίρας προς όφελος της ιστορικής και πολιτιστικής αυτογνωσίας. Η κυκλοφορία αυτών των θέσεων στην ελληνοαυστραλιανή και ελληνική δημόσια σφαίρας (εφημερίδες, ραδιόφωνο, κοινωνικά μέσα, περιοδικά) υπογραμμίζει τον σημαντικό ρόλο του τύπου ως φορέα ορατότητας αγωνιστικής πολυφωνίας.
Τα θέματα που εγείρονται σε αυτό το αφιέρωμα μας προσκαλούν έμμεσα να στοχαστούμε τόσο αντίστοιχες καταστάσεις στα πλαίσια άλλων διασπορών – και να επιχειρήσουμε ανάλογες συγκρίσεις –, όσο και το μέλλον της ελληνοαυστραλιανής κοινωνίας. Τίθεται το καίριο ερώτημα περαιτέρω στοχασμού των εθνοτικών/διασπορικών συλλογικοτήτων σε σχέση, για παράδειγμα, με τις έννοιες πολυπολιτισμός, ενεργός πολίτης, παροικία και η αντιπροσώπευσή της, «κοινότητα», ηγεμονία και πολιτιστικές μειονότητες, παραγωγή πολιτιστικής μνήμης και ταυτότητας, «πεδίο αντιπαράθεσης», αυτοδιάθεση, ιστορική αλήθεια, ανεξάρτητος τύπος, «διανοούμενοι, πανεπιστημιακοί, και ενεργοί πολίτες στην δημόσια σφαίρα».
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι το αφιέρωμα αυτό συνεισφέρει προς αυτήν την τόσο απαραίτητη για την κοινωνία των πολιτών (ανα)στοχαστική πράξη.
Νοέμβριος 23, 2024
Γιώργος Αναγνώστου, επιμελητής του Ergon: Greek/American & Diaspora Arts and Letters